Το στρατιωτικό αεροπλάνο C130 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, με αριθμό 748, είχε ξεκινήσει στις 5 Φεβρουαρίου 1991 την πορεία του από την 112 ΠΜ Ελευσίνας, έχοντας ως τελικό προορισμό την 115 ΠΜ Χανίων και το Τυμπάκι, με ενδιάμεση στάση την 111 ΠΜ της Αγχιάλου, όπου θα παραλάμβανε νεοσύλλεκτους για τον ίδιο προορισμό.
Οι 63 επιβαίνοντες, εκ των οποίων οι 19 ήταν Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί και οι υπόλοιποι 44 στρατεύσιμοι, δεν αντιμετώπισαν κάποιο θέμα κατά την διάρκεια της απογείωσης.
Παρότι ήταν εν μέσω τοπικής κακοκαιρίας και χαμηλής νέφωσης -και από την στιγμή που δεν αναφέρθηκε κάποιο πρόβλημα -τεχνικό ή μη- μόλις 20′ μετά την απογείωση, κατά την επικοινωνία του πιλότου με τον Πύργο Ελέγχου της 111 ΠΜ, ζητήθηκε και λήφθηκε κανονικά η άδεια προσγείωσης.
Και κάπου εκεί, στις 12:55 το μεσημέρι, σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα που κατατέθηκαν, έγινε η τελευταία επαφή του αεροσκάφους με την 111 ΠΜ και ενώ ήταν μόλις 38 χιλιόμετρα από την Αγχίαλο, ξαφνικά χάθηκε από το ραντάρ.
Αυτό που δεν ήξερε κανείς ήταν πως δεν είχε χαθεί απλώς, είχε συντριβεί στο όρος Όθρυς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι. Μια πραγματικότητα με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι μετά από μέρες κι ας ξεκίνησε αμέσως η διαδικασία εντοπισμού του αεροσκάφους.
Οι έρευνες και ο εντοπισμός
Στην επιχείρηση εντοπισμού του αεροσκάφους συμμετείχαν ελικόπτερα του Ναυτικού και αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, οχτώ F16, δυο πυροσβεστικά CL215, δύο C130 και δύο Boeing CH-47 Chinook, παράλληλα με μεγάλες δυνάμεις καταδρομών και πεζοναυτών.
Συντονισμένες έρευνες ξεκίνησαν, τόσο από ξηράς όσο και από αέρος, οι οποίες χτενίζουν την περιοχή στην οποία το αεροσκάφος άφησε το τελευταίο του στίγμα, εστιάζοντας κυρίως στη νοητή πορεία που θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει.
Η τεράστια κινητοποίηση δεν φάνηκε να έχει αποτέλεσμα άμεσα αφού ο εντοπισμός των συντριμμιών του αεροσκάφους έγινε 3 μέρες μετά, όταν πιλότος στρατιωτικού ελικοπτέρου διέκρινε κάτι σε απόσταση 60 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που θα έπρεπε κανονικά να βρεθεί, στην κορυφή Τσατάλι σε υψόμετρο 1.520, και σε λάθος γωνία κατά 63 μοίρες.
Από τους επιβαίνοντες, δεν βρέθηκε επιζών. Η περισυλλογή των θυμάτων από τα συντρίμμια ξεκίνησε αμέσως χωρίς την παρουσία ιατροδικαστών, και η τραγωδία έγινε πρωτοσέλιδο στον Τύπο της εποχής.
Τα σενάρια της τραγικής κατάληξης
Πριν προχωρήσουμε στις 3 εκδοχές και τα σενάρια που τις ακολουθούν, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως εκείνη την περίοδο ήταν σε εξέλιξη ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο και λόγω και της εμπλοκής της Ελλάδας στα πολεμικά γεγονότα είχε πολλαπλασιαστεί η φύλαξη στη βάση της Σούδας.
Αυτό όμως που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και σχετικό με την τραγωδία αυτή -και ήταν η αφορμή για να υπάρχουν μέχρι και σήμερα ερωτηματικά- ήταν ότι το συγκεκριμένο C130 ακολουθούσε πλαίσιο διατεταγμένης αποστολής, σχετικής με την εμπλοκή της χώρας στον συγκεκριμένο πόλεμο.
Η πρώτη εκδοχή υποστήριζε ότι οι αρχές γνώριζαν εξ αρχής που βρίσκονταν τα συντρίμμια, αλλά επιτηδευμένα καθυστέρησαν να φτάσουν στο σημείο προκειμένου να προστατεύσουν κάποιο μυστικό.
Το σενάριο της εκδοχής ενίσχυσαν δηλώσεις μελών των σωστικών συνεργείων που έκαναν λόγο για επιζώντες, οι οποίοι ήταν τραυματισμένοι σοβαρά και προσπάθησαν να διαφύγουν με ό,τι μέσο διέθεταν, μέσα στο κρύο και το χιόνι, ενώ φημολογήθηκε ότι ανώτεροι αξιωματικοί έδωσαν πληροφορίες στους συγγενείς, πως 3 από τους επιβαίνοντες είχαν βρεθεί με ακουμπισμένη την πλάτη τους στον τοίχο μιας μικρής αγροικίας που υπήρχε κοντά στο σημείο της συντριβής.
Το σενάριο δεν επιβεβαιώθηκε, καθώς η Πολεμική Αεροπορία, η οποία τότε ήταν στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, διαβεβαίωσε τους συγγενείς των θυμάτων ότι ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
Η δεύτερη εκδοχή αναφέρθηκε σε εχθροπραξία από άλλο αεροσκάφος, το οποίο αποσυντόνισε τα όργανα του C 130 και το οδήγησε σε πτώση.
Το σενάριο της εκδοχής αυτής ενίσχυσαν οι πληροφορίες για το άγνωστης εθνικότητας στρατιωτικό αεροσκάφος, το οποίο εντοπίστηκε να πετά πολύ κοντά στο σημείο και να συμπεριφέρεται περίεργα.
Το σενάριο καταρρίφθηκε από το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας καθώς, όπως ανακοίνωσε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων της που εξέτασε τα συντρίμμια του αεροσκάφους και τις συνομιλίες του πιλότου Δ. Μπίνα με τον πύργο ελέγχου της 111 ΠΜ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πτώση του αεροσκάφους οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος του ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας, Στέφανου Τίγκα, που είχε βάρδια την επίμαχη ώρα στο αεροδρόμιο της Αγχιάλου.
Η τρίτη εκδοχή ήταν πως το αεροσκάφος μετέφερε εκρηκτικά τα οποία εξερράγησαν κατά την πτήση και ανάγκασαν τον πιλότο να ξεκινήσει την προσγείωση νωρίτερα και -δεδομένης της χαμηλής νέφωσης και της κακοκαιρίας- δεν τα κατάφερε.
Το σενάριο ενισχύθηκε από τις ενέργειες που έλαβαν χώρα στο σημείο της τραγωδίας, καθώς η περιοχή αποκλείστηκε από στρατιωτικούς ώστε τα ελικόπτερα Chinook που έφτασαν στο σημείο να μπορέσουν να περισυλλέξουν τα συντρίμμια και κάποια κιβώτια με άγνωστο περιεχόμενο.
Επίσης, απαγορεύτηκε αυστηρά στους δημοσιογράφους να πλησιάσουν το σημείο της πρόσκρουσης του αεροσκάφους, γεγονός που ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις και ερωτηματικά για τα κίνητρα της απόφασης αυτής.
Ούτε αυτό το σενάριο επιβεβαιώθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να διαψευσθεί, αφού δεν ήταν εφικτό να δημοσιοποιηθεί ποιο ήταν το περιεχόμενο των κιβωτίων, μιας και υπάρχει το στρατιωτικό απόρρητο. Δηλώθηκε παρόλα αυτά με κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν κρύβουν κάτι και η τραγωδία δεν αποτελεί μυστήριο.
Το επίσημο πόρισμα για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία, δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα και το γεγονός ότι δεν επιβεβαιώθηκαν τα σενάρια αλλά και το ότι η διάψευσή τους δεν ήταν τεκμηριωμένη και σαφής, ξεσήκωσε αντιδράσεις από τους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι αναζητούσαν την αλήθεια και απαιτούσαν δικαίωση.
Οι δίκες του Αέρα
Η δίκη για την απόδοση ευθυνών έγινε στις 4 Νοεμβρίου του 1994 στο Αεροδικείο Αθηνών και είχε μόνο έναν κατηγορούμενο, τον επισμηναγό Στέφανο Τίγκα, ο οποίος χρεώθηκε με “παράβαση στρατιωτικού καθήκοντος εν καιρώ μερικής επιστράτευσης“, “ανθρωποκτονία κατά συρροήν και εξ αμελείας“ και “καταστροφή αεροπλάνου“.
Λίγο πριν μπει στην αίθουσα, ο ίδιος δήλωσε:
Τα C-130 είναι από τα πιο ασφαλή αεροσκάφη στον κόσμο και είναι αδύνατον να χαθούν ή να πέσουν. Σε εκείνο το ατύχημα πλησιάζει ο πιλότος από τη θάλασσα κι ενώ βρίσκεται ήδη στα 4.000 πόδια ζητεί να κάνει κάθοδο για να προσγειωθεί. Η απάντησή μου είναι να κάνει LOW TACAN, μια εγκεκριμένη από τους νόμους διαδικασία. Από εκεί και μετά αυτός έρχεται με 63 μοίρες λάθος πορεία…
Δεν θέλω να πω ότι ο πιλότος δεν ήταν ικανός αλλά είχε δύο εγκαταλείψεις. Γνώριζε πολύ καλά την περιοχή λόγω του ότι ήταν πιλότος παλιά στα F5, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω τη μεγάλη απόκλιση του αεροσκάφους.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν πριν μερικά χρόνια, στα πρακτικά της δίκης στην σελίδα 45 , ο μάρτυρας κατηγορίας Υποσμηναγός (ΤΥΑ) Παρασκευόπουλος Ανδρέας αναφέρθηκε εκτενώς στη ύπαρξη του αγνώστου αεροσκάφους καταθέτοντας ενόρκως μεταξύ άλλων τα εξής συγκλονιστικά:
Την εποχή του ατυχήματος υπηρετούσα στην 111 ΠΜ. Ευρισκόμενος την 05.02.1991 στον σταθμό GCA της μονάδας ειδοποιήθηκα περί ώρα 13:05 ότι ο ελεγκτής προσεγγίσεως της Αγχιάλου έχασε επαφή με το C 130/748. Περί ώρα 13:08 εμφανίστηκαν 2 ίχνη στην οθόνη.
Το πρώτο ερχόταν από νοτιοδυτικά και διευκρινίστηκε ότι ήταν το αεροσκάφος C 130/745 από Ανδραβίδα. Όσον αφορά το δεύτερο ίχνος είχε IFF στο MODE 1/70. Εμφανίστηκε αρχικά στην R-330 11 ΝΜ με Δυτική πορεία και μικρή ταχύτητα 200-220 κόμβους.
Χάθηκε το IFF και ο στόχος την 13:13 με ΒΑ πορεία στην R-315 13,5 ΝΜ και επανεμφανίστηκε την 13:35 στη R-350 11 ΝΜ ΜΕ Νότια πορεία και τελικά το χάσαμε στη R-295 R-300 περί ώρα 13:35 στα 39 ΝΜ, αφού βγήκε εκτός εμβελείας.
Ο στόχος αφορά ιπτάμενο αντικείμενο , ακόμα και σήμερα δε πιστεύω, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν αεροσκάφος και όχι “ψευδοστόχος”. Οι ψευδοστόχοι έχουν άλλη συμπεριφορά, κινούνται ακτινικά και αμυδρή ακτινοβολία. Ηταν αεροσκάφος διότι είχε έντονο ίχνος και κίνηση προς διάφορες κατευθύνσεις όχι ακτινική.
Δεν ξέρω από την εκπομπή τι αεροσκάφος ήταν κι αν έχει η Πολεμική Αεροπορία τηλεκατευθυνόμενα, ηλεκτρονικά, μη επανδρωμένα (χωρίς πιλότο) αεροσκάφη. Ενημέρωσα το ραντάρ Αεράμυνας του Πηλίου γιατί της Λάρισας ήταν κλειστό λόγο χιονιού. Δεν υπήρχε πτητική δραστηριότητα στη Λάρισα και το Στεφανοβικείο.
Τρείς έμπειροι ελεγκτές πάντως που είμαστε τότε στο GCA, μεταξύ αυτών και ο προϊστάμενος, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ήταν στρατιωτικό αεροσκάφος από τον διψήφιο κωδικό του MODE 1.
Λίγες εβδομάδες μετά, το Αεροδικείο ανακοίνωσε την απόφασή του, σύμφωνα με την οποία ο -απόστρατος πια- επισμηναγός Στέφανος Τίγκας κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή.
Οι συγγενείς των θυμάτων δεν πίστεψαν πως ο πραγματικός υπεύθυνος είναι ο Τίγκας καθώς τα ερωτήματα είχαν μείνει αναπάντητα.
Οι αρμόδιοι τότε έκρυψαν την αλήθεια και δεν μας είπαν ποτέ τι πραγματικά έγινε και τι μετέφερε εκτός από τους αεροπόρους το συγκεκριμένο αεροσκάφος. Εκείνο το βράδυ με το λεωφορείο μας πήγαν στις εγκαταστάσεις της Ελευσίνας που είχαν τους νεκρούς αεροπόρους.
Σε δύο συνεχόμενες αίθουσες είχαν τοποθετήσει δίπλα δίπλα τα φέρετρά τους και ήταν φανερή η προσπάθεια που έκαναν για να τελειώνουν γρήγορα, αφού τα πιστοποιητικά θανάτου τα υπέγραφαν εκείνη τη στιγμή στο πόδι δίχως να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Δεκατρία από τα 63 άτομα που επέβαιναν σε αυτό διαμελίσθηκαν τελείως και γι’ αυτό είμαι σίγουρος ότι στο C-130 έγινε έκρηξη από εκρηκτικά που ίσως μετέφερε και ο πιλότος του στη συνέχεια έκανε αναγκαστική προσγείωση στην πλαγιά Τσατάλι.
Γι αυτό μετά απέκλεισαν βιαστικά την περιοχή και σήκωσαν και απομάκρυναν χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων μεγάλα κιβώτια με άγνωστο περιεχόμενο.
Διονύσιος Βασιλάτος, αδερφός θύματος
Ακολούθησε δίκη σε δεύτερο βαθμό στις 19 Ιανουαρίου 1996 στο Διαρκές Αναθεωρητικό Αεροδικείο κατά την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του αλλά και των συγγενών των νεκρών για την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών γύρω από την ταυτότητα και τον ρόλο του αγνώστου αεροσκάφους.
Σύσσωμοι οι συγγενείς των θυμάτων κατηγόρησαν το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας για απόκρυψη σημαντικών εγγράφων που στόχο είχε το κουκούλωμα της υπόθεσης.
Το Άκρως Απόρρητο πόρισμα και οι εκθέσεις που δεν δόθηκαν στην δημοσιότητα, μπορεί να αθώωσαν ομόφωνα τον Τίγκα, όμως εκείνος λίγα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 52 ετών, έφυγε από τη ζωή λόγω κατάθλιψης. Το αίσθημα ευθύνης που τον βάρυνε τον έφτασε στα έσχατα, κάνοντάς τον το 64o θύμα της τραγικής αυτής ιστορίας.
Η πραγματική αιτία για την τραγική κατάληξη 63 ανθρώπων, δεν μαθεύτηκε ποτέ.
Πηγή: docuventa.gr