Αμέσως μόλις οργανωθεί η αγορά «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες ετοιμάζουν μια μεγάλη επιχείρηση «ξεφορτώματος» κακών δανείων, τα οποία έχουν διαγράψει ήδη από τους ισολογισμούς τους, επειδή βρίσκονται για μεγάλη χρονική περίοδο σε καθυστέρηση.
Ειδικότερα, σχεδιάζουν να «ξεφορτωθούν» καταναλωτικά δάνεια ονομαστικής αξίας έως και 5 δισ. ευρώ.
Αν γίνει αυτό, οι ισολογισμοί τους θα έχουν ελαφρυνθεί από ένα βάρος που αντιστοιχεί σε 5% των συνολικών «κόκκινων» δανείων και θα αναστρέψουν έστω μικρό μέρος των προβλέψεων που έχουν σχηματίσει, ενισχύοντας την κερδοφορία τους.
Πίσω από αυτή την απλή ιστορία εκκαθάρισης τραπεζικών ισολογισμών κρύβεται μια όχι τόσο γνωστή στο ευρύ κοινό περιπέτεια των τραπεζών με τα δάνεια καταναλωτικής πίστης, που κρατάει εδώ και 15 χρόνια περίπου, από την εποχή που ο Άρειος Πάγος ανέφερε σε απόφασή του ότι οι τράπεζες δεν μπορούν ελεύθερα να διαμορφώνουν τα επιτόκια των δανείων πάνω από το όριο του εξωτραπεζικού/δικαιοπρακτικού επιτοκίου, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς για τις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και διαχωρίζει τις νόμιμες χορηγήσεις δανείων από την τοκογλυφία.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν δύο επιλογές: ή να σταματήσουν να διεκδικούν το χρέος δικαστικά, σταματώντας τις σχετικές ενέργειες μετά την ανακοπή της διαταγής πληρωμής, ή να επανέλθουν με νέο αίτημα για έκδοση διαταγής πληρωμής, αυτή την φορά, όμως, υπολογίζοντας τα επιτόκια με βάση το εκάστοτε ισχύον όριο του δικαιοπρακτικού επιτοκίου, «κουρεύοντας» μόνες το χρέος του δανειολήπτη.