50 χρόνια Νονός: Ο Αλ Πατσίνο αποκαλύπτει για την θρυλική ταινία

Κοινοποίηση:
the-rake-corleone-threepiece-godfather

Πενήντα χρόνια μετά από την θρυλική ταινία, ο Πατσίνο κάνει μια αναδρομή στην ταινία που άλλαξε την πορεία (του) στο Χόλιγουντ

Προσπαθήστε να φανταστείτε τον Νονό χωρίς τον Αλ Πατσίνο. Το ξέρουμε, δεν γίνεται. Λίγες ερμηνείες έχουν καταφέρει να γράψουν ιστορία στον κινηματογράφο και σίγουρα μια από αυτές είναι ο Μάικλ Κορλεόνε του Πατσίνο. Παρόλο που ο ρόλος του, ένας ήρωας πολέμου που πάει κόντρα στην φήμη της διεφθαρμένης του οικογένειας, περνάει σχεδόν απαρατήρητος στην πρώτη περίπου ώρα της ταινίας τελικά συγκεντρώνει όλα τα φώτα παίρνοντας σταδιακά τον έλεγχο της επιχείρησης Κορλεόνε και μαζί την ίδια την ταινία.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι χωρίς τον Αλ Πατσίνο, ο Νονός δεν θα υπήρχε ή τουλάχιστον θα ήταν μια διαφορετική ταινία. Ο Πατσίνο τότε ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου στη Νέα Υόρκη, με ένα βραβείο Tony και μόλις έναν κινηματογραφικό ρόλο στην ταινία «The Panic in Needle Park» (Πανικός στο Νιντλ Παρκ, 1971), όταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα έδωσε «μάχη» γι′ αυτόν, προσπαθώντας κόντρα στις επιλογές της Paramount να πάρει τον ρόλο του «πρίγκιπα» της φαμίλιας στο μαφιόζικο έπος του.

Μισό αιώνα μετά, ο Αλ Πατσίνο έγινε το πρόσωπο για μερικές ακόμα εμβληματικές ερμηνείες, συμπεριλαμβανομένων των δύο επιστροφών του ως Μάικλ Κορλεόνε στο «The Godfather Part II» και στο «Part III».

«Ο Νονός» έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη στις 15 Μαρτίου 1972 και πενήντα χρόνια μετά, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πολλούς λόγους για τους οποίους ο Πατσίνο δεν θα ήθελε να μιλάει πια γι′ αυτό. Ίσως βρίσκει ενοχλητικό το γεγονός ότι αυτή η ερμηνεία από την αρχή της κινηματογραφικής καριέρας του εξακολουθεί να έχει κυρίαρχη θέση στη φιλμογραφία του, ή ακόμη και να αισθάνεται ότι δεν έχει τίποτα άλλο να πει.

Ωστόσο, στα 81 του πια, ο Πατσίνο δεν δίστασε να μιλήσει για την ερμηνεία σε μια τηλεφωνική συνέντευξη στους New York Times και όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος της εφημερίδας,  ο ηθοποιός με σχεδόν με φιλοσοφική διάθεση ήταν εξαιρετικά πρόθυμος να μιλήσει γι’αυτήν. Μάλιστα δήλωσε ότι παραμένει φανατικός θαυμαστής της ταινίας και αντιμετωπίζει ακόμη με δέος το γεγονός ότι αυτός ο ένας ρόλος του χάρισε την καριέρα του.

«Είμαι εδώ επειδή έκανα τον Νονό. Για έναν ηθοποιό είναι σαν να κερδίζει το λαχείο. Εγώ δεν είχα να κάνω τίποτα άλλο από το να παίξω τον ρόλο», είπε.

Όπως είχε δηλώσει στο παρελθόν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ήθελε οπωσδήποτε τον Πατσίνο για τον ρόλο, παρά το μικρό βιογραφικό του. «Όταν διάβασα το βιβλίο του Νονού συνέχεια τον σκεφτόμουν στον ρόλο. Δεν είχα δεύτερη επιλογή. Για μένα ήταν πάντα ο Πατσίνο. Αυτός είναι ο λόγος που ήμουν τόσο επίμονος να παίξει τον Μάικλ. Αυτό ήταν το πρόβλημά μου», είχε δηλώσει ο μεγάλος σκηνοθέτης σε συνέντευξη του στους NYT.

Ωστόσο, ο ηθοποιός, για να δώσει αυτήν την μνημειώδη ερμηνεία έπρεπε να σηκώσει τα δικά του βάρη, όπως θα καταλάβαινε αργότερα.

«Είναι δύσκολο να το εξηγήσω στον κόσμο σήμερα, να εξηγήσω ποιος ήμουν εκείνη την εποχή και πώς έσκασε σαν κεραυνός όλο αυτό. Ένιωσα σαν ξαφνικά να σηκώθηκε κάποιο πέπλο και όλα τα βλέμματα να στράφηκαν πάνω μου. Φυσικά, στράφηκαν και σε άλλους ηθοποιούς στην ταινία. Όμως, ‘Ο Νονός’ μού έδωσε μια νέα ταυτότητα που ήταν δύσκολο να διαχειριστώ».

Ο Πατσίνο μίλησε στην εφημερίδα σχετικά με το πώς πήρε τον ρόλο, πώς πραγματοποίησε την ερμηνεία του, την βαρύτητα της κληρονομίας που τον ακολουθεί και γιατί δεν έπαιξε ποτέ ξανά έναν ήρωα σαν τον Μάικλ Κορλεόνε.

Παρακάτω παρατίθεται η συνέντευξη του Αλ Πατσίνο στους New York Times.

Σχετικά με το πώς έφτασε να είναι υποψήφιος για τον ρόλο αναφέρει:

«Εκείνη την περίοδο δεν είχα επιλογή. Ο Φράνσις με ήθελε. Είχα κάνει μόνο μία ταινία και δεν με ενδιέφερε τόσο ο κινηματογράφος, όπως στη συνέχεια. Το μυαλό μου ήταν αλλού. Αισθανόμουν εκτός τόπου και χρόνου στις πρώτες ταινίες που είχα παίξει», ομολογεί ο Πατσίνο. «Θυμάμαι να λέω στον φίλο μου Τσάρλι[ο φίλος και μέντοράς του δάσκαλος υποκριτικής Τσάρλι Λάουτον]: Ουάου, συζητάνε γι’ αυτό (τον κινηματογράφο) σα να είναι αληθινό, αλλά δεν είναι. Επειδή είσαι συνδεδεμένος με όλα αυτά. κι επίσης, πρέπει να το κάνεις ξανά! Το κάνεις και μετά λένε κάν’το ξανά! Αυτό παίρνει λίγο χρόνο να το συνηθίσεις».

Ενθυμούμενος πώς συναντήθηκε με τον Κόπολα για πρώτη φορά αναφέρει:

«Για να δώσω λίγο το πλαίσιο της ιστορίας, ο Φράνσις είχε την εταιρεία παραγωγής Zoetrope και στην ίδια παρέα ήταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Μπράιαν ντε Πάλμα. Θυμάμαι ότι είχα δει κάποιους από αυτούς και ο Φράνσις μου ζήτησε να πάω στο Σαν Φρανσίσκο», τονίζει.

«Με είχε δει στη σκηνή το 1969 σε μια παράσταση στο Μπρόντγουεϊ, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί. Εκείνη την εποχή είχε γράψει το «Patton» και μου έστειλε ένα σενάριο για μια υπέροχη ιστορία αγάπης που είχε γράψει [η οποία δεν γυρίστηκε ποτέ]. Ήθελε να με δει. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μπω σε ένα αεροπλάνο και να πάω στο Σαν Φρανσίσκο κάτι που δεν συνήθιζα. Σκεφτόμουν ‘υπάρχει άλλος τρόπος να γίνει; Δεν μπορώ να πω στον άνθρωπο να έρθει σε εμένα, σωστά;’. Οπότε είπα ότι θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα πάω. Πέρασα πέντε μέρες μαζί του. Ήταν πραγματικά ξεχωριστή εκείνη η ταινία, αλλά βέβαια μας απέρριψαν. Ήμουν ένας άγνωστος ηθοποιός και εκείνος είχε κάνει μερικά μόνο φιλμ, το «You’re a Big Boy Now» και το «The Rain People». Έτσι, γύρισα σπίτι μου και δεν άκουσα ξανά νέα του».

Φυσικά όπως όλοι ξέρουμε οι δυο τους επικοινώνησαν ξανά.

«Το ‘Πανικός στο Νιντλ Παρκ’ (του Τζέρι Σάτσμπεργκ, η πρώτη ταινία του Αλ Πατσίνο που κυκλοφόρησε το 1971 ) δεν είχε ακόμα γίνει και έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Φράνσις Κόπολα, ένα όνομα από τα παλιά. Πρώτον, μου λέει ότι θα σκηνοθετήσει το βιβλίο The Godfather. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι μπορεί να μην είναι και πολύ στα καλά του ή κάτι τέτοιο. Πώς του έδωσαν τον “Νονό”;

»Πρέπει να σας πω ότι ήταν ήδη μεγάλη υπόθεση. Ήταν ένα μεγάλο βιβλίο. Όταν είσαι ηθοποιός, δεν ρίχνεις καν το βλέμμα σε αυτά τα πράγματα. Δεν υπάρχουν για σένα. Βρίσκεσαι σε ένα συγκεκριμένο σημείο στη ζωή σου στο οποίο δεν πρόκειται να γίνεις δεκτός σε τέτοιες μεγάλες ταινίες -όχι ακόμη, τουλάχιστον. Και αυτός είπε όχι μόνο ότι θα το σκηνοθετούσε, αλλά κι ότι ήθελε να παίξω εγώ, να κάνω τον Μάικλ», λέει ο Πατσίνο και ξεσπά σε γέλια ακόμα και σήμερα. «Με συγχωρείτε που γελάω, αλλά έμοιαζε τόσο τρελό. Στεκόμουν και μιλούσα με κάποιον για τον οποίο νόμιζα ότι το έχει χάσει. Σκεφτόμουν ‘πού βρίσκομαι;’ και λέω πήγαινε με τα νερά του τύπου. Είπα, ‘ναι Φράνσις, πολύ ωραία’. Ξέρεις πώς μιλάνε σε κάποιον που δεν πάει καλά; Του λένε ‘Ναι, φυσικά, ναι’. Αλλά αυτός δεν το είχε χάσει. Έλεγε την αλήθεια. Και μετά πήρα τον ρόλο», θυμάται.

Η άρνηση της Paramount και τα… μεγαθήρια

Ωστόσο, η εταιρεία παραγωγής που είχε αναλάβει την ταινία, η Paramount αρνούνταν σθεναρά να δεχθεί τον Πατσίνο για τον ρόλο του Μάικλ.

«Βασικά είχαν απορρίψει σχεδόν όλο το καστ», θυμάται γελώντας ο Πατσίνο. «Είχαν απορρίψει τον Μπράντο, τον Τζίμι Κάαν και τον Μπομπ Ντιβάλ. Υπήρχε σύγκρουση», αναφέρει.

Όταν ο δημοσιογράφος του λέει ότι σε όλη την ταινία έχει ένα πρόσωπο απογοητευμένου σαν να του ζητάνε να επαναλάβει ξανά και ξανά τις σκηνές, ο Πατσίνο λέει:

«Ναι, πάντα είχα αυτό το ύφος. Ήταν ένα προσωπείο που με έσωσε στις οντισιόν. Επειδή πολύ σπουδαίοι ηθοποιοί δοκιμάζονταν για τον ρόλο. Αλλά είχα ένα μυστικό: Για όποιον λόγο συνέβαινε αυτό, ο Κόπολα με ήθελε κι εγώ το ήξερα. Μπορούσες να το νιώσεις. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν αυτό, όταν ένας σκηνοθέτης σε θέλει. Είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν ηθοποιό».

Όπως λέει μπροστά στον «φόβο» του να βρεθεί δίπλα σε ονόματα όπως ο Μάρλον Μπράντο αλλά και οι πιο έμπειροι Κάαν και Ντιβάλ μπόρεσε να ανταπεξέλθει καθώς σκεφτόταν ότι ο ρόλος του  θα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός, αν εμφανιστεί από το πουθενά και σιγά σιγά «μεγαλώσει». «Αυτό ήταν το όραμά μου για τον ρόλο. Τότε δεν μπορούσα να το βάλω σε λόγια ούτε να το πω σε κανένα γιατί δεν ήξερα πώς να το θέσω. Αλλά μπορούσα να το σκεφτώ. Και ένιωθα ότι ο ρόλος έχει σχεδιαστεί για μένα».

Όπως εξηγεί «αρχικά δεν εμφανίζεται πολύ. Είναι εκεί, αλλά δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτός. Υποθέτω ότι όλα γίνονται ώστε να χτιστεί η σκηνή με την ομιλία όπου λέει ότι θα πιάσει αυτούς τους τύπους [τον βαρώνο των ναρκωτικών Σολόζο και τον διεφθαρμένο αστυνομικός ΜακΚλάσκι] κι όλοι τον κοροϊδεύουν».

«Εννοείς ότι το να σε υποτιμούν ήταν κάτι με το οποίο μπορούσες να συνδεθείς και το χρησιμοποίησες προς όφελός σου;», τον ρωτά ο δημοσιογράφος.

«Ακριβώς αν και δεν γινόταν να είναι περισσότερο υποστηρικτικοί (το υπόλοιπο καστ), όλοι τους. Ήμουν νέος, άγνωστος, και αυτοί ήταν τόσο καθησυχαστικοί. Υπήρχε αγάπη εκεί. Το καταλάβαιναν, ειδικά ο Μπράντο. Αλλά και οι άλλοι. Έγιναν αυτοί οι μεγαλύτεροι αδερφοί και οι σύμβουλοι τους οποίους παίζουν στην ταινία. Αυτού του είδους τα συναισθήματα κα τα χρώματα βγαίνουν προς τα έξω, τόσο στις ερμηνείες όσο και στη ζωή. Αναμειγνύονται».

Η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι θα είναι μια σπουδαία ταινία

Όπως λέει υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή στα γυρίσματα της ταινίας που συνειδητοποίησε ότι έφτιαχναν μια πολύ σημαντική ταινία.

«Θυμάστε τη σκηνή της κηδείας για τον Μάρλον, όταν τον κατεβάζουν στο χώμα; Είχε τελειώσει το γύρισμα για εκείνη την ημέρα, ο ήλιος έδυε. Εγώ ήμουν χαρούμενος γιατί θα πήγαινα σπίτι να πιω μερικά ποτά. Επιστρέφοντας σκεφτόμουν ότι ήμουν αρκετά καλός εκείνη την ημέρα. Δεν είχα ατάκες να πω, καμία υποχρέωση, ήταν όλα καλά. Κάθε μέρα χωρίς ατάκες ήταν καλή μέρα. Οπότε στο δρόμο βλέπω καθισμένο σε μια ταφόπλακα, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα να κλαίει σαν μωρό. Να κλαίει με λυγμούς. Πηγαίνω κοντά του και τον ρωτάω ‘Φράνσις, τι συμβαίνει;’ Κι εκείνος απαντά ‘Δεν θα μου δώσουν άλλη λήψη’. Εννοώντας ότι δεν θα τον αφήσουν να τραβήξει άλλο στήσιμο της σκηνής. Και τότε σκέφτηκα: ‘Εντάξει, υποθέτω ότι είμαι σε μια καλή ταινία’. Γιατί είχε τόσο πάθος».

Ο ίδιος όπως λέει έχει να δει την ταινία εδώ και δύο-τρία χρόνια, αλλά του αρέσει να ξαναβλέπει παλιές του ταινίες. Αυτό που τον εντυπωσιάζει όμως, όπως λέει, είναι ότι πολύ άνθρωποι δεν έχουν δει ακόμα τον Νονό.

«Τον έχουν ακούσει. Μου λένε ‘Α, ήσουν σε αυτό. Ταινία είναι έτσι;’ Ναι, όπως και ο Πολίτης Κέιν. ‘Παρεμπιπτόντως ήμουν και σε αυτή’! Γιατί όχι; Αφού δεν ξέρουν», λέει με περιπαιχτική διάθεση.

Στην ερώτηση αν θα ήθελε σήμερα να αλλάξει κάτι στην ερμηνεία του απαντά: «Μάλλον έχω γλιτώσει από το να το σκέφτομαι. Είναι όπως όταν έχασα το πορτοφόλι μου στα 20 μου. Δεν είχα καθόλου λεφτά και ό,τι είχα ήταν σε αυτό το πορτοφόλι και το έχασα. Και είπα, Αλ, πρέπει απλώς να το ξεχάσεις. Βγάλτο από το μυαλό σου, ΟΚ; Ξέρεις τι θα σου συμβεί αν συνεχίσεις να το σκέφτεσαι. Οπότε, αυτό κάνω, δεν το σκέφτομαι».

Ο ίδιος πιστεύει ότι ο ηθοποιός Τζον Καζάλ (ο Φρέντο του Νονού) ήταν ο ηθοποιός που δεν έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε για την συνεισφορά του όχι μόνο στο Νονό αλλά και γενικά. «Ήταν ενας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της εποχής μας και κάθε εποχής. έμαθα τόσα πολλά από αυτόν. Είχα παίξει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και σε τρεις ταινίες μαζί του (Ο Νονός, ο Ελαφοκυνηγός, Σκυλίσια μέρα). Σε ενέπνεε τόσο πολύ. Και δεν έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε για τίποτα από αυτά. Συμμετείχε σε πέντε ταινίες- όλες προτάθηκαν για Όσκαρ- και ήταν υπέροχος σε όλες. Ήταν τρομερά καλός στον «Νονό 2» και δεν νομίζω ότι έλαβε καμία αναγνώριση γι’ αυτό. (σημ. ο Καζάλ πέθανε σε ηλικία μόλις 42 ετών από καρκίνο των πνευμόνων που είχε κάνει μετάσταση στα οστά).

Η ηρεμία στο πρόσωπο

«Υπάρχει μια συγκεκριμένη ηρεμία με ένταση στον τρόπο που έπαιζες τον Μάικλ που νομίζω ότι δεν την έχω δει σε καμία άλλη ερμηνεία σου σε ταινία από τότε. Αυτό οφειλόταν σε κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα σου που χάθηκε ή ήταν απλώς ο τρόπος που έπρεπε να παίξεις τον χαρακτήρα», τον ρωτά ο δημοσιογράφος.

«Θέλω να πιστεύω ότι ήταν η φύση του συγκεκριμένου χαρακτήρα και η ερμηνεία που του έδωσα. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλο ήρωα που υποδύθηκα και στον οποίο θα μπορούσα να δώσω αυτόν τον χαρακτήρα. Ήμουν νέος ηθοποιός. Στον Νονό 2 δεν ήμουν πια νέος, αλλά γι’ αυτό δεν φταίω εγώ», λέει γελώντας.

Σε σύγκριση μάλιστα με τον χαρακτήρα του Τόνι Μοντάνα στον «Σημαδεμένο», τον άλλο μεγάλο ρόλο που τον στιγμάτισε αναφέρει: «Ο χαρακτήρας του Μοντάνα γράφτηκε από τον Όλιβερ Στόουν και σκηνοθετήθηκε από τον Μπράιαν ντε Πάλμα, ο οποίος ήθελε να δώσει έναν υπέρμετρο ρεαλισμό. Ήθελε να κάνει μια όπερα. Εγώ το μόνο  που ήθελα ήταν να μιμηθώ τον Πολ Μιούνι (σημ. Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία Λουί Παστέρ το 1936. Το 1932 είχε επίσης υποδυθεί τον Σημαδεμένο και σε αυτήν την ταινία βασίστηκε η ταινία του ντε Πάλμα). Αλλά αν συγκρίνεις το «Σκυλίσια μέρα» με τον «Νονό» ή το «Σέρπικο», δεν βλέπω καμία ομοιότητα. Θα έλεγες ότι ο Μάικλ είναι συνεσταλμένος; Αυτό θα έλεγα εγώ. Και δεν πιστεύω ότι έχω παίξει άλλους συνεσταλμένους χαρακτήρες. Αλλά αν κάτσουμε κάτω και ψάξουμε, μπορεί να βρούμε κάποιον», αναφέρει.

Η άρνηση στα Όσκαρ

Στα Όσκαρ του 1973, ο Αλ Πατσίνο είχε προταθεί για το Όσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στον Νονό ωστόσο δεν είχε παραστεί στην τελετή (το Όσκαρ κέρδισε ο Τζόελ Γκρέι για το Καμπαρέ). Η ιστορία λέει ότι ο Αλ Πατσίνο δεν πήγε στα Όσκαρ θέλοντας να διαμαρτυρηθεί επειδή είχε προταθεί για το Όσκαρ και Β και όχι Α’ αντρικού ρόλου, το οποίο κέρδισε τελικά ο Μάρλον Μπράντο (ο οποίος επίσης δεν πήγε και στη σκηνή ανέβηκε η Ινδιάνα Sacheen Littlefeather λέγοντας ότι ο Μπράντο αρνείται το Όσκαρ ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την μεταχείριση απέναντι στους Ινδιάνους). Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αλ Πατσίνο πίστευε ότι έπαιζε περισσότερη ώρα από τον Μπράντο και έτσι άξιζε σε αυτόν το Α’ Αντρικού. Ο Αλ Πατσίνο σήμερα διαψεύδει κάθετα αυτές τις φήμες.

«Όχι, ξεκάθαρα όχι», λέει στον δημοσιογράφο που τον ρωτά. «Ήμουν σε μια φάση της ζωής μου που ήμουν λίγο πολύ επαναστάτης. Πήγα σε άλλες, αλλά δεν πήγα από την αρχή. Ήταν η παράδοση. Νομίζω ότι ο Μπομπ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) δεν πήγε σε καμία. Ο Τζορτζ Σκοτ δεν πήγε. Έπρεπε να τον ξυπνήσουν. Ο Μάρλον δεν πήγε. Σκεφτείτε, ο Μάρλον έδωσε πίσω το Όσκαρ του. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό; Επαναστατούσαν εναντίον του Χόλιγουντ. Αυτό υπήρχε στην ατμόσφαιρα», αναφέρει.

Η μεγάλη αναγνωρισιμότητα που του έδωσε ο «Νονός» δεν ήταν κάτι που τον έκανε να νιώθει άνετα. «Φοβόμουν να είμαι σε αυτόν τον κόσμο. […] Ήμουν νέος, πιο νέος από την ηλικία μου. Ήμουν νέος υπό την έννοια ότι όλα αυτά ήταν καινούργια. Και όλα αυτά συνδέονταν με τα ναρκωτικά και τέτοια πράγματα με τα οποία είχα σχέσεις τότε και νομίζω ότι όλο αυτό είχε σχέση με την χρήση που έκανα. Απλώς δεν ήξερα πώς ήταν τα πράγματα τότε», αναφέρει.

Όταν στο τέλος της συνέντευξης ο δημοσιογράφος τον ρωτά εάν αισθάνεται καλά με τους επαίνους που έχει λάβει και συνεχίζει να λαμβάνει για την ερμηνεία του στον «Νονό», ο Πατσίνο απαντά: «Ω, ναι. Με τιμά βαθιά. Πραγματικά. Ήμουν τόσο τυχερός που συμμετείχα σε αυτό το έργο. Αλλά μου πήρε μια ζωή να το αποδεχτώ και να προχωρήσω. Δεν είναι σαν να έχω παίξει τον Σούπερμαν».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: