Το 1825 ο οθωμανικός στρατός άρχισε να σφίγγει και πάλι τον κλοιό γύρω από το επαναστατημένο Μεσολόγγι.
Την φορά αυτή οι Οθωμανοί ήταν αποφασισμένοι να το καταλάβουν, γεγονός το οποίο τους οδήγησε στο να επιβάλουν ασφυκτικό θαλάσσιο αποκλεισμό με αποτέλεσμα να αποκοπούν όλοι οι δρόμοι ανεφοδιασμού της πόλης.
Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης όμως, με 25 μπρίκια και 6 πυρπολικά, κατάφερνε να αντιμετωπίζει με επιτυχία τα 45 περίπου εχθρικά πλοία που υπήρχαν στην περιοχή και να ανεφοδιάζει ευκαιριακά με προμήθειες το Μεσολόγγι.
Στις μάχες που ενεπλέχθη έχασε δύο μόνο πυρπολικά, των Βώκου και Δημαρά.
Το ένα από αυτά απωλέσθη από λάθος χειρισμό.
Ο κυβερνήτης του, ο Δημαράς, σκοτώθηκε αργότερα όταν ένα εχθρικό βλήμα του έκοψε τα χέρια και έπεσε στη θάλασσα με αποτέλεσμα να πνιγεί.
Όταν ο μήνας της χρονοναύλωσης έληξε ο Μιαούλης επέστρεψε στην Ύδρα, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, και στην περιοχή τον αντικατέστησε ο στόλος των Σπετσών υπό τον Γεώργιο Ανδρούτσο.
Ο τελευταίος έκρινε ότι με τη μικρή δύναμη που διέθετε δεν μπορούσε να συγκρουστεί με τα τουρκικά πλοία και περιορίστηκε μόνο σε προσπάθειες ανεφοδιασμού του Μεσολογγίου, καταφέρνοντας να προωθήσει στους πολιορκημένους τις περισσότερες από τις προμήθειες που είχε φέρει.