Από μια επαγγελματική διορία που βλέπουμε να πλησιάζει, έως εκείνη την σημαντική εξέταση για την υγεία μας που καθυστερούμε συνεχώς να κάνουμε, η αναβλητικότητά μας, μας κάνει πολλές φορές να νιώθουμε ανήμποροι και απογοητευμένοι από τον εαυτό μας. Αυτό το χαρακτηριστικό ωστόσο, δεν συνδέεται με την βαρεμάρα ή την τεμπελιά, αλλά με βαθύτερα βιολογικές και ψυχολογικές διεργασίες.
«Η αναβλητικότητα είναι ο κλέφτης του χρόνου», έτσι την περιέγραψε ο συγγραφέας Edward Young. Αναβλητικότητα είναι η αποφυγή της ολοκλήρωσης μιας εργασίας, όσο σημαντική και αν είναι, μέχρι την τελευταία στιγμή. Αυτή η πρακτική της άσκοπης και εκούσιας καθυστέρησης ή αναβολής καθηκόντων και ενεργειών που είναι γνωστή ως αναβλητικότητα, οδηγεί συχνά σε μειωμένη ποιότητα εργασίας και αυξημένο άγχος και στρες.
Αυτή η πρακτική που συναντάται στις συμπεριφορές όλο και περισσότερων ανθρώπων φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους ειδικούς, οι οποίοι στοχεύουν στην κατανόηση της επιστήμης πίσω από την αναβλητικότητα και στον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει την καθημερινή ανθρώπινη συμπεριφορά. Πολλοί επιστήμονες και ερευνητές έχουν ήδη διεξάγει αρκετές μελέτες που διερευνούν τους ψυχολογικούς, βιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην αναβλητικότητα, ελπίζοντας να αναπτύξουν αποτελεσματικές στρατηγικές για να μας βοηθήσουν να την ξεπεράσουμε.
Η βιολογία της χρονοτριβής
Αν και συχνά κατηγορούμε τον εαυτό μας ή ακόμα και τους γονείς μας που δεν μας έμαθαν να είμαστε πιο οργανωτικοί και πειθαρχημένοι, η αναβλητικότητά μας μπορεί πολλές φορές να αποδοθεί στην βιολογία. Η επιστήμη εξηγεί την αναβλητικότητα ως μια μάχη που συμβαίνει μεταξύ δύο τμημάτων του εγκεφάλου όταν αυτός έρχεται αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη δραστηριότητα ή εργασία.
Είναι μια μάχη του μεταιχμιακού συστήματος – η ασυνείδητη ζώνη που περιλαμβάνει το κέντρο ευχαρίστησης – και του προμετωπιαίου φλοιού, ένα πολύ πιο πρόσφατα εξελιγμένο τμήμα του εγκεφάλου που είναι ουσιαστικά υπεύθυνο για την οργάνωση και τον προγραμματισμό. Όταν το μεταιχμιακό σύστημα κερδίζει, πράγμα που συμβαίνει συχνά, το αποτέλεσμα είναι η αναβολή μιας δουλειάς για αύριο. Αυτό σαν διαδικασία προσφέρει μια προσωρινή ανακούφιση από το δυσάρεστο συναίσθημα της ανάγκης και της μη επιθυμίας να κάνουμε κάτι.
Procrastination_3_shutterstock_1978291436
Το μεταιχμιακό σύστημα, αποτελεί ουσιαστικά ένα από τα παλαιότερα και πιο κυρίαρχα τμήματα του εγκεφάλου, το οποίο λειτουργεί αυτόματα και είναι ρυθμισμένο έτσι ώστε να εκτελεί τα βασικά ένστικτα επιβίωσης. Είναι εκείνο που μας κρατά μακριά από δυσάρεστα γεγονότα, είτε αυτό είναι το να τραβήξουμε πολύ απλά το χέρι μας μακριά από μια φλόγα, είτε να αποφύγουμε δυσάρεστες εργασίες. Με άλλα λόγια, μας κατευθύνει να επιλέξουμε την «άμεση βελτίωση της διάθεσής μας», εξηγεί ο Timothy A. Pychyl, PhD, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Carleton, στην Οτάβα.
Ο προμετωπιαίος φλοιός είναι ένα νεότερο και ασθενέστερο τμήμα του εγκεφάλου που μας επιτρέπει να ενσωματώνουμε πληροφορίες και να λαμβάνουμε αποφάσεις. Αυτό είναι το τμήμα του εγκεφάλου που πραγματικά διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα, τα οποία ελέγχονται απλώς από τα ερεθίσματα. Ο προμετωπιαίος φλοιός, που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το μέτωπο (εκεί που πατάμε όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε), δεν λειτουργεί αυτόματα, αλλά πρέπει να ενεργοποιηθεί. Έτσι τη στιγμή που δεν ασχολούμαστε συνειδητά με μια εργασία, το μεταιχμιακό μας σύστημα αναλαμβάνει και ενδίδουμε σε αυτό με το οποίο αισθανόμαστε καλά, και που είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από την προθεσμία ή δουλειά που πρέπει να κάνουμε.
Αιτίες της αναβλητικότητας
Πολλές μελέτες έχουν βρει μια πιθανή σχέση μεταξύ της ντοπαμίνης – του νευροδιαβιβαστή που παίζει ρόλο στα κίνητρα, την ανταμοιβή και τον έλεγχο των παρορμήσεων – και της αναβλητικότητας. Όταν το σώμα μας δεν παράγει αρκετή ντοπαμίνη, μπορεί να αισθάνομαστε λιγότερο κινητοποιημένοι και πιο επιρρεπείς στην αναβλητικότητα. Ενώ είναι αλήθεια ότι τα επίπεδα ντοπαμίνης μπορούν να αυξήσουν την παρορμητικότητα σε ορισμένες καταστάσεις, μπορούν επίσης να αυξήσουν τα κίνητρα και να βοηθήσουν τους ανθρώπους να επικεντρωθούν στους στόχους τους.
Μερικές άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η γενετική μπορεί επίσης να διαδραματίσει ρόλο στην αναβλητικότητα. Βέβαια, τα ευρήματα αυτών των μελετών δεν είναι αρκετά ισχυρά ώστε να διαπιστωθεί μια οριστική σχέση μεταξύ των δύο. Ωστόσο, οι μελέτες αυτές υποδηλώνουν μια σύνδεση μεταξύ της αναβλητικότητας και ψυχολογικών καταστάσεων, όπως η διάθεση και τα συναισθήματα.
Η αναβλητικότητα και η τεμπελιά βασίζονται στη γενετική και μπορεί να έχουμε προδιάθεση και για τα δύο, λέει ο Sharad Paul, MD, συγγραφέας του βιβλίου The Genetics Of Health, εξηγώντας ότι η αναβλητικότητα αν και φαίνεται σαν ελάττωμα του χαρακτήρα, εξελίχθηκε για κάποιο λόγο. Μια από τις πιο γνωστές μελέτες των Gustavson, Miyake, Hewitt, και Friedman, σχετικά με το θέμα, μάλιστα διαπίστωσε ότι σχεδόν το ήμισυ (46%) της διακύμανσης της αναβλητικότητας μπορεί να αποδοθεί σε γενετικούς παράγοντες, σε αντίθεση με τους περιβαλλοντικούς.
Ο φόβος της τελειότητας και της άγνοιας
Η διάθεση και τα συναισθήματα επηρεάζουν επίσης σημαντικά την αναβλητικότητα. Αυτό έχει υποστηριχθεί από διάφορες μελέτες, μία από τις πρώτες από τις οποίες διεξήχθη από τους Fuschia Sirois και Timothy Pychyl. Όλοι έχουμε στις αποσκευές μας φόβους, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Ο φόβος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ζωή μας και ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί του πολλές φορές στην καθημερινότητά μας. Πολλές φορές βρίσκουμε τρόπους να καλύπτουμε τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα. Ωστόσο, όταν δεν αναγνωρίζονται, οι φόβοι μας γίνονται παραλυτικές δυνάμεις.
Ο εγκέφαλός μας ψάχνει να ξεφύγει από τη δυσφορία, ενώ όταν κάτι φαίνεται τρομακτικό, θα κάνει τα πάντα για να μας επαναφέρει στο ασφαλές status quo μας. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο καθυστερούμε να ξεκινήσουμε ένα νέο project, μια νέα δραστηριότητα, ή τρέμουμε μπροστά στην πραγματοποίηση μιας προσωπικής ή επαγγελματικής συνομιλίας που φοβόμαστε να κάνουμε.
Procrastination_3__shutterstock_2324616221
Συχνά χρονοτριβούμε γιατί αυτό μας δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι των σκέψεων που συνδέονται με τον φόβο της άγνοιας του αποτελέσματος. Επίσης αυτό συνδέεται συχνά και με τον φόβο αποτυχίας, αλλά και της τελειομανίας που κάποιοι άνθρωποι μοιράζονται ως χαρακτηριστικό. Μια μελέτη του Lital Yosopov από το Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο διαπίστωσε ότι ο φόβος της αποτυχίας μπορεί να κάνει ένα άτομο να πιστεύει ότι αν αποτύχει σε μια εργασία σημαίνει ότι δεν είναι αρκετά καλός σε οτιδήποτε άλλο. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιθυμία να είναι κάποιος τέλειος, μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο να καθυστερήσει την έναρξη ή την ολοκλήρωση εργασιών.
Το άγχος μπορεί επίσης να προκαλέσει αναβλητικότητα, καθώς τα άτομα μπορεί να αισθάνονται συγκλονισμένα ή αγχωμένα για μια εργασία και να την αποφεύγουν εντελώς. Αυτό φάνηκε επίσης σε μια μελέτη των Joseph R. Ferrari και Dianne M. Tice, όπου οι χρόνιοι αναβλητικοί άνθρωποι αφιέρωναν λιγότερο χρόνο σε σημαντικές εργασίες, αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αφιερώσουν χρόνο σε μια πανομοιότυπη εργασία που χαρακτηριζόταν ως διασκεδαστική.
Εκτός από αυτές τις πιθανές αιτίες, περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί επίσης να συμβάλλουν στην αναβλητικότητα. Οι μεγάλες προθεσμίες, η υπερβολική ευελιξία κατά τη μελέτη ή την εργασία, οι πειρασμοί και οι περισπασμοί είναι μερικοί από τους παράγοντες που ενθαρρύνουν την αναβλητικότητα σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Ξεπερνώντας την αναβλητικότητα
Σύμφωνα με μελέτες, η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT) μπορεί να είναι αποτελεσματική για να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν την αναβλητικότητα. Η CBT είναι μια μορφή ψυχολογικής θεραπείας που επικεντρώνεται στην αλλαγή αρνητικών προτύπων σκέψης και συμπεριφοράς και περιλαμβάνει τον εντοπισμό και την αμφισβήτηση των αρνητικών σκέψεων και πεποιθήσεων και την ανάπτυξη δεξιοτήτων αντιμετώπισης και στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους.
Πέρα από την CBT, υπάρχουν ωστόσο, μερικές στρατηγικές που μπορούμε να δοκιμάσουμε και οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν με την αναβλητικότητα στην καθημερινή μας ζωή:
• Η διάσπαση των εργασιών σε μικρότερα, διαχειρίσιμα κομμάτια μπορεί να τις κάνει να φαίνονται λιγότερο συντριπτικές και ευκολότερες στην αντιμετώπισή τους.
• Ο καθορισμός ρεαλιστικών στόχων μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αποφυγή συναισθημάτων αποτυχίας ή ανεπάρκειας.
• Η αποφυγή περισπασμών, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή η τηλεόραση, μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της συγκέντρωσης και της παραγωγικότητάς μας.