Πριν από περίπου 8000 χρόνια, κάπου στη σημερινή Σουηδία, το κεφάλι ενός άντρα περίπου 50 ετών είχε τοποθετηθεί σε πάσσαλο. Ο ειδικός στην αναδόμηση προσώπων, Όσκαρ Νίλσον αποφάσισε να δώσει πρόσωπο σε αυτό το κρανίο.
Αρχαιολόγοι το είχαν βρει, μαζί με ακόμα οκτώ κρανία ενηλίκων κι ενός παιδιού, σε ανασκαφή στη Σουηδία. Ήταν η πρώτη φορά που ανακαλύφθηκαν στοιχεία ότι οι άνθρωποι της περιοχής, κατά τη Μεσολιθική Περίοδο, τοποθετούσαν κεφάλια σε πασσάλους.
Δύο κρανία, από τα δέκα που ανακαλύφθηκαν, είχαν ακόμα μέρος από τους πασσάλους μέσα τους. Ανήκαν και τα δύο σε ενήλικες άντρες. Ο Νίλσον ασχολήθηκε με το κρανίου του «Λούντβιγκ», όπως τον ονόμασαν οι αρχαιολόγοι. Ο ιατροδικαστής και καλλιτέχνης χρησιμοποίησε νέες τεχνολογίες και παράλληλα άντλησε στοιχεία από το DNA του «Λούντβιγκ». Το έργο του Νιλσεν δεν ήταν όμως εύκολο.
«Το σαγόνι έλειπε κι έτσι έπρεπε να το αναδομήσω πλήρως μελετώντας και κάνοντας μετρήσεις στο υπόλοιπο κρανία. Χρειάστηκε πάρα πολύς χρόνος και ήταν μια δύσκολη διαδικασία καθώς, με ένα τόσο σημαντικό κομμάτι να λείπει, το περιθώριο λάθους μεγαλώνει» τονίζει.
Τελικά τα κατάφερε και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Οι ερευνητές δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αιτία θανάτου του «Λούνβιγκ». Εντόπισαν ένα τραύμα στο κρανίου αλλά υπήρχαν σημάδια επούλωσης. Τα υπόλοιπα κρανία που βρέθηκαν στον ίδιο τάφο έφεραν όλα χτυπήματα στο κεφάλι. Οι γυναίκες πίσω και δεξιά και οι άντρες στο πάνω μέρος.
Το πώς κατέληξε το κεφάλι του «Λούντβιγκ» σε πάσσαλο είναι επίσης ασαφές. Έως αυτή την αποκάλυψη οι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της εποχής σέβονταν το σώμα μετά τον θάνατο. Η πρακτική του αποκεφαλισμού των εχθρών εμφανίστηκε αργότερα.
«Το γεγονός ότι είχαν βάλει τουλάχιστον δύο κρανία σε παλούκια δείχνει ότι τα επιδείκνυαν» αναφέρει η αρχαιολόγος Άννα Κιέλστρομ που συμμετείχε στην συγγραφή αναφοράς για την ανασκαφή. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ο κεφάλι ήταν αυτούσιο όταν τοποθετήθηκε στην πάσσαλο και το σαγόνι αποκόπηκε μετά την ταφή.
«Ελπίζω ότι η παρουσίαση του προσώπου του Λούντβιγκ θα συνδέσει περισσότερους ανθρώπους όχι μόνο με την ιστορία και την αρχαιολογία αλλά και τη δύναμη της επιστήμης που παρείχε τη δυνατότητα να πετύχουμε κάτι τέτοιο» αναφέρει ο Νίλσεν.