Ο Μουράτης δεν ήταν απλώς ένας ποδοσφαιριστής. Ήταν ένα σύμβολο του τι αντιπροσωπεύει η ιδέα του Ολυμπιακού.
“Εγώ φίλε θα σου κάνω μια εξήγηση: είμαι αγράμματος. Δεν πήγα ούτε δημοτικό σχολείο. Στο ποδόσφαιρο όμως είμαι καθηγητής πανεπιστημίου. Ξέρω όλα τα μυστικά της μπάλας. Εγώ γεννήθηκα και θα πεθάνω σ’ αυτή τη γειτονιά. Σε καμιά πεντακοσαριά μέτρα είναι όλη μου η ζωή. Από του Κεράνη μέχρι του Καραϊσκάκη. Σ’ αυτό τον χώρο μεγάλωσα, δούλεψα και έπαιξα μπάλα. Ήμουν μια ζωή φτωχός, μα πάντα τίμιος.
Αυτός ήταν ο Ανδρέας Μουράτης. Ο «Μιζούρι» του Ολυμπιακού.
Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στις παράγκες της Σούδας (παλιά Λεμονάδικα) στο Νέο Φάληρο. Ξεκίνησε να παίζει μπάλα στις γειτονιές του Φαλήρου, κλοτσώντας ένα πάνινο τόπι. Όνειρα και φτώχεια όλα δεμένα σε μια στρογγυλή σφαίρα. Για να είναι κανείς καλός ποδοσφαιριστής πρέπει να το νιώθει, να ’χει μεράκι να παίζει μπάλα, να μην το κάνει για να κονομάει. «Αυτό είναι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο», είχε δηλώσει.
Κι όντως το ένιωθε και το γούσταρε το τόπι, όπως γούσταρε και τον Ολυμπιακό. Γι’ αυτό αγαπήθηκε τόσο άλλωστε από τον κόσμο της ομάδας ο οποίος έχει διαχρονικά ένα μαγικό κι αλάνθαστο κριτήριο όσον αφορά του ποδοσφαιριστές με τους οποίους δένεται. Σε έναν αγώνα του Ολυμπιακού στην Ελευσίνα για το πρωτάθλημα Πειραιώς, δικαιώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο το παρατσούκλι «Λιοντάρι». Στον αγώνα αυτό είχε μια σύγκρουση που του απέφερε τέσσερα ράμματα στο κεφάλι. Ωστόσο, δεν ζήτησε αλλαγή, μιας και το παιχνίδι ήταν κρίσιμο για τον Ολυμπιακό. Οι γιατροί του έδεσαν το κεφάλι με έναν επίδεσμο και συνέχισε να παίζει κανονικά. Είχε δηλώσει μάλιστα: «Με ένοιαζε να κερδίσουμε και, τελικά, κέρδισε ο Ολυμπιακός σε εκείνο το ματς».
Η επίσημη εκδοχή για το παρατσούκλι «Λιοντάρι» αναφέρει ότι βγήκε όταν, με ένα εκπληκτικό σουτ από τα εξηνταπέντε μέτρα, «κρέμασε» τον μεγάλο τούρκο τερματοφύλακα Τουργκάι, σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στις εθνικές ομάδες Τουρκίας και Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, και ανάγκασε τον τουρκικό Τύπο να γράψει για τον «Ασλάν Μουράτη», δηλαδή το «Λιοντάρι Μουράτη».
Ήταν η ψυχή του Ολυμπιακού. Λάτρεψε την ομάδα και λατρεύτηκε από τον κόσμο. Μιλώντας στα νέα παιδιά στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, είχε πει: «Στα πρώτα χρόνια, εγώ έκανα ξυπόλητος προπονήσεις. Κι επειδή στο γήπεδο εδώ, στο ποδηλατοδρόμιο, είχε καρβουνίδι, πολλές φορές είχα πατήσει πρόκες και γυαλιά. Το μόνο φάρμακο που έβαζα για να κλείσω τις πληγές μου ήταν μια χούφτα χώμα. Μετά, όταν έβγαζα καλόγηρους στα πόδια, ποτέ δεν πήγα σε γιατρό. Όταν τελείωνε η προπόνηση, έτρεχα στην ακρογιαλιά στο Νέο Φάληρο, έπιανα ένα κάλυμμα από μύδια και τα έβαζα στους καλόγηρους».
Αυτή την αυθεντική τρέλα και μαγκιά έβγαζε και εντός αγωνιστικού χώρου. Αμυντικός με φαρμακερή σέντρα που ξεχύνονταν σαν ορμητικός ποταμός στην επίθεση. Πρώτα η μαγκιά και μετά το ταλέντο. Αυτό που γούσταρε –και ακόμα γουστάρει δηλαδή– ο κόσμος του Ολυμπιακού.
Δούλεψε σκληρά καθώς, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, εργαζόταν στον ΟΛΠ. Δέθηκε πολύ με τον κόσμο του Πειραιά και του Ολυμπιακού γιατί ήταν ένας από αυτούς. Μετά τις προπονήσεις και τις επιτυχίες στα γήπεδα τις Κυριακές, τον έβλεπαν να μοχθεί δίπλα τους στο Λιμάνι, στη διαρκή προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή. Εκδιώχθηκε μάλιστα από την Εθνική επειδή παρότρυνε τους συμπαίχτες του να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους, σε μια εποχή που οι ποδοσφαιριστές ήταν ερασιτέχνες και αναγκάζονταν να δουλεύουν για να ζουν. Ο Μουράτης παρότρυνε τους συμπαίχτες του να διεκδικήσουν «αποζημίωση» για τα μεροκάματα που θα έχαναν για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κκυπέλλου του ’54. Και γι’ αυτόν τον λόγο, η ΕΠΟ τον τιμώρησε και τον απέκλεισε από την Εθνική.
Από το 1961 μέχρι το 2000 που πέθανε, ζούσε μόνο για τον Ολυμπιακό. Τριγυρνούσε στα Ταμπούρια, στα Μανιάτικα, στην Αγία Σοφία και μιλούσε με παλιούς και νέους φίλους του στα καφενεία. Τους εξιστορούσε ιστορίες από τη θρυλική ομάδα του Ολυμπιακού της τότε εποχής και είχε πάντα να πει ένα καλό λόγο για όλους. Αυτό ίσως και να ήταν το μεγαλείο του. Έζησε μια ζωή στη φτώχεια και τον κίνδυνο και δεν κράτησε καμία πικρία. Βρήκε στον Ολυμπιακό και τον Πειραιά όλα όσα ζητούσε η ψυχή του. Και έτσι, αγαπήθηκε και έγινε σύνθημα στο στόμα χιλιάδων οπαδών του Ολυμπιακού.
Από τότε, η εποχή άλλαξε και πήρε μαζί της όλα εκείνα τα στοιχεία για τα οποία ο Πειραιάς έγινε τραγούδι στα χείλη των κατατρεγμένων. Ωστόσο αυτά τα άρθρα γράφονται για την αξία της ιστορικής μνήμης. Για το DNA του γαύρου, και για να καταλάβουν όλοι πως Θρύλος δεν έγινε μόνο για τις κατακτήσεις και τις μεγάλες νίκες μέσα στα γήπεδα, μα και γιατί κατάφερε να συνδεθεί τόσο πολύ με μια κοινωνία που «ξέρναγε» λεβεντιά και μαγκιά και δεν φοβόταν να πέσει στη φωτιά για τις ιδέες της.
Αυτός ήταν ο Ανδρέας Μουράτης και ο Ολυμπιακός της εποχής. Αυτός που περιγράφει στο τραγούδι «Σοφεράκι σε πειρατικό» ο Γιάννης Λογοθέτης.
Σοφεράκι σε πειρατικό
Κολωνό Ομόνοια Παγκράτι
στην καρδιά τον Ολυμπιακό
στην κορνίζα μέσα τον Μουράτη
biancorossi1925.blogspot.com
Και μία ακόμη αναφορά για τον γίγαντα Μουράτη:
Η τότε βασίλισσα τους συνεχάρη για τη νίκη και την απόδοσή τους. Όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις κάποιος από την ομάδα έπρεπε να ανταποδώσει τις φιλοφρονήσεις. Αρμοδιότερος όλων είναι ο εκάστοτε αρχηγός της εθνικής και επί του προκειμένου ο Αντρέας Μουράτης. Αγράμματος ο Μουράτης, κάθε φορά που έπρεπε να κάνει δηλώσεις, συμβουλεύονταν τον φίλο και συμπαίκτη του στον Ολυμπιακό Γιώργο Δαρίβα. Τον τελευταίο τον σκουντάει όμως ο διπλανός του, ο Ιωάννου και του ψιθυρίζει: «Άστον να δούμε τι θα πει». Ο Μουράτης πήρε το λόγο και μίλησε όπως ήξερε κι από καρδιάς: «Άκου να σου πω κυρά μου, εμείς πάντα έτσι ξηγιόμαστε. Για την πατρίδα τα δίνουμε όλα». Οι πάντες, μηδέ εξαιρουμένης της Φρειδερίκης, έπεσαν κάτω από τα γέλια.
Δεν είμαι Ολυμπιακός αλλά τέτοιοι παίχτες δεν κυκλοφορούν πια. Μόνο για το χρήμα νοιάζονται τώρα.
Oλυμπιακος Ολυμπιακός