Η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου, Μαρία Αγγελούδη, με μία πρόταση – κόλαφο, απορρίπτει πλήρως τις προσφυγές των δύο εμπλεκόμενων στην υπόθεση της Πολεοδομίας στο νησί.
Η Αντεισαγγελέας αποδομεί, ένα προς ένα, τα επιχειρήματα περί αδυναμίας καταβολής εγγυήσεων – 30.000 ευρώ για τον 56χρονο και 60.000 ευρώ για τη 48χρονη – αποκαλύπτοντας πλήρη εικόνα της οικονομικής και περιουσιακής τους κατάστασης, όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα, φορολογικά δεδομένα και ελέγχους τραπεζικών και ακίνητων στοιχείων.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρότασης, η προσφυγή του 56χρονου αναπληρωτή διευθυντή είναι απολύτως αβάσιμη. Παρότι επικαλείται ότι έχουν δεσμευτεί οι τραπεζικοί του λογαριασμοί, κατασχέθηκε από την οικία του ποσό 28.400 ευρώ.
Το ποσό αυτό φέρεται να προέρχεται από πώληση αγροτεμαχίου, με τίμημα 800.000 ευρώ, εκ των οποίων ο ίδιος εισέπραξε περίπου 130.000 ευρώ με επιταγή.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι η περιουσία του περιλαμβάνει ακίνητα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, ενώ συγγενικά πρόσωπα έλαβαν το υπολειπόμενο ποσό.
Παρότι δηλώνει οικονομική αδυναμία, δεν φέρεται να προσκομίζει ούτε ένα έγγραφο που να αποδεικνύει ότι δεν έχει πρόσβαση στα εν λόγω χρήματα ή δυνατότητα οικονομικής στήριξης..
Αντίστοιχα, η προσφυγή της 48χρονης πολιτικού μηχανικού χαρακτηρίζεται απολύτως προσχηματική. Ενώ επικαλείται δανειακές υποχρεώσεις και προβλήματα υγείας, αποκαλύπτεται πως:
Είναι μέτοχος και διαχειρίστρια σε τεχνικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις
Συμμετείχε ενεργά σε τροποποιήσεις αδειών για ξενοδοχείο της οικογένειάς της ακόμα και την επομένη της αποφυλάκισής της
Κατέχει (ή συγκατέχει) τουλάχιστον 11 ακίνητα μεγάλης αντικειμενικής αξίας
Είχε στην κατοχή της μετρητά 37.350 ευρώ, τα οποία αρχικά δεν δικαιολόγησε επαρκώς
Η Αντεισαγγελέας αναδεικνύει με λεπτομέρεια πως η 48χρονη απέκρυψε από την προσφυγή της τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τις οικογενειακές τουριστικές επιχειρήσεις στις οποίες έχει ενεργό ρόλο.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ και της ΔΟΥ Ρόδου, η 48χρονη έχει διατελέσει σύμβουλος και διαχειρίστρια στην ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρεία που εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στην περιοχή των Κολυμπίων.
Μάλιστα, μόλις μία ημέρα μετά την αποφυλάκισή της και λίγες ημέρες πριν υποβάλει την προσχηματική της παραίτηση, ανήρτησε στο ΤΕΕ Δωδεκανήσου αναθεώρηση οικοδομικής άδειας για το ξενοδοχείο, υπογεγραμμένη από την ίδια.
Στην απολογία της, προσκομίζει βεβαίωση του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων, με την οποία αποδεικνύεται ότι διατηρεί ιδιότητα διευθύνουσας συμβούλου και κατέχει 828 μετοχές, συνολικής αξίας 216.016 ευρώ.
Η οικονομική επιφάνεια της 48χρονης ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τη συμμετοχή της ως μετόχου με ποσοστό και σε άλλη ξενοδοχειακή εταιρεία, το συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της οποίας που ξεπερνά το 1,1 εκατομμύριο ευρώ.
Επιπλέον, για να δικαιολογήσει 37.350 ευρώ που κατασχέθηκαν στην οικία της, επικαλέστηκε ύπαρξη κληρονομιαίας περιουσίας, γεγονός που αποκαλύπτει άλλη μια πηγή εισοδήματος.
Η εισαγγελική πρόταση επισημαίνει πως και οι δύο προσφεύγοντες:
Υπέβαλαν προσφυγές σχεδόν εκπρόθεσμα,
Δεν αιτήθηκαν ποτέ παράταση για την καταβολή της εγγύησης,
Δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας,
Ενήργησαν με τρόπο παραπλανητικό, αποκρύπτοντας ή αποφεύγοντας εσκεμμένα την αναφορά στα κρίσιμα οικονομικά τους δεδομένα.
Η εισαγγελική πρόταση, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: πρόκειται για συγκροτημένη εγκληματική οργάνωση με ιεραρχία, ρόλους και επαναλαμβανόμενη δράση.
Επτά βασικά πρόσωπα – μεταξύ αυτών πέντε υπάλληλοι της Υπηρεσίας Δόμησης Ρόδου και δύο ιδιώτες – φέρονται να συνέστησαν ή εντάχθηκαν σε δομή που εξέδιδε πλαστές ή παράτυπες οικοδομικές άδειες, διεκπεραίωνε υποθέσεις με αντάλλαγμα χρήματα και αλλοίωνε δημόσια έγγραφα. Στόχος: ο παράνομος πλουτισμός
Ο 56χρονος αναπληρωτής διευθυντής της Υπηρεσίας και η 48χρονη ιδιώτης πολιτικός μηχανικός παρουσιάζονται ως δύο βασικά γρανάζια της μηχανής. Και οι δύο υπερασπίστηκαν πως δεν υπήρξε εγκληματική οργάνωση.
Με απόλυτη σαφήνεια, η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου ζητά:
Την τυπική αποδοχή και ουσιαστική απόρριψη των προσφυγών
Τη διατήρηση των εγγυήσεων ως απολύτως αναγκαίων, αναλογικών και συμβατών με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η κρίση είναι αποτέλεσμα πλήρους αξιολόγησης ενδείξεων ενοχής, βαρύτητας πράξεων, αναγκαιότητας εξασφάλισης παρουσίας των κατηγορουμένων, πρόληψης τέλεσης νέων αδικημάτων και του συνολικού προφίλ τους.
Ο λόγος πλέον ανήκει στο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα πρέπει να σταθμίσει τα δεδομένα, τις προτάσεις και τις αποδείξεις και να αποφανθεί εάν πρόκειται για ένα οργανωμένο παρακράτος μέσα στη Διοίκηση – ή για υπερβολική ερμηνεία δικογραφικού υλικού.