Μέχρι το 2004 η 4η Ιουλίου ήταν για τους Έλληνες μια απλή καλοκαιρινή ημέρα όπως όλες οι άλλες. Η 4η Ιουλίου του 2004 όμως ήταν μια μέρα που δεν θα ξεχάσει ποτέ κανένας Έλληνας, ήταν η μέρα που η Εθνική μας κατέκτησε το Euro και ανέβηκε Έβερεστ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Πριν από 14 χρόνια και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 2004, μια παρέα Ελλήνων με παντελή άγνοια κινδύνου ξεκίνησε για ένα ποδοσφαιρικό ταξίδι στη χώρα του Βάσκο ντα Γκάμα. Κύριο μέλημά τους ήταν να διασκεδάσουν το παιχνίδι, να ζήσουν με κάθε τρόπο και με μάξιμουμ ένταση τη συμμετοχή τους, να δρέψουν ό,τι τους προσφερόταν … Όπως είχε εξηγήσει ο Γερμανός ηγήτορας της αποστολής στους άνδρες του «εμείς πηγαίνουμε για να ευχαριστηθούμε την εμπειρία, να κάνουμε αυτό που ξέρουμε και αν όλα πάνε καλά, να παρατείνουμε όσο μπορούμε την παραμονή μας».
Παρά την ποδοσφαιρική σοφία του, όμως, ακόμη και ο Ότο Ρεχάγκελ αδυνατούσε να φανταστεί ότι το ταξίδι που αρχικά είχε στο μυαλό του θα κατέληγε στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική έκπληξη που συντελέστηκε στον πλανήτη, από καταβολής του ποδοσφαίρου. Την ημέρα που υιοθετήθηκε από τη Σύναξη του Κογκρέσου των Αντιπροσώπων το κείμενο του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (4 Ιουλίου 1776), με το οποίο Η.Π.Α. ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο κράτος από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, η Εθνική πανηγύρισε την ημέρα που το ελληνικού ποδοσφαίρου ακούστηκε ως τα πέρατα της γης. Η Ελλάδα είχε δημιουργήσει, πλέον, το δικό της στίγμα στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, είχε γράψει το όνομά της με χρυσά γράμματα στη βίβλο του ποδοσφαίρου.
Όταν το «πειρατικό» του Ότο Ρεχάγκελ ξεκίνησε στις 14 Ιουνίου την περιπέτεια του στο Euro της Πορτογαλίας κανείς δεν φανταζόταν ότι θα έφτανε μέχρι εκεί…όποιος τολμούσε έστω και να το σκεφτεί θα θεωρούνταν σίγουρα τρελός.
Ο Καραγκούνης, ο Μπασινάς, ο Σεϊταρίδης και η παρέα τους είχαν άλλη άποψη…
«Είδατε πως έπαιξαν οι παίκτες σας; Πόσο ομαδικό πνεύμα, τι αίσθημα αυτοθυσίας είχαν ο ένας για τον άλλο και όλοι για το σύνολο; Ε, λοιπόν, ακριβώς το αντίθετο συνέβη με τους δικούς μας» έλεγε μετά τον εναρκτήριο αγώνα με την Πορτογαλία, στις 12 Ιουνίου 2004, ο Νορμπέρτο Λόπες, δημοσιογράφος του περιοδικού «Mais Futebol». Τι είχε συμβεί όμως νωρίτερα; Γνωρίζοντας ότι ο Λουΐς Φελίπε Σκολάρι θα χρησιμοποιήσει μόνο έναν κλασικό επιθετικό (Παουλέτα), ο Ρεχάγκελ είχε αλλάξει την αγαπημένη αγωνιστική διάταξή του (3-5-2) σε 4-4-2, προκειμένου να μπορεί να απειλήσει περισσότερο. Ο Παουλέτα έμεινε απλή αναφορά στο φύλλο αγώνα και έως ότου ο Σκολάρι καταλάβει τι είχε συμβεί, οι Πορτογάλοι αγκομαχούσαν να βγάλουν από το λαιμό τους τη θηλιά του 0-2, που στο τέλος τους έπνιξε. Η Ελλάδα είχε κατακτήσει την πρώτη νίκη της ιστορίας της σε τελική φάση ευρωπαϊκού πρωταθλήματος και το «πάρτι» μόλις είχε ξεκινήσει…
Επόμενη αναμέτρηση με την Ισπανία, στο γήπεδο «Μπέσα» του Πόρτο τέσσερις ημέρες αργότερα. Ο Ρεχάγκελ προτίμησε να μη ρισκάρει αλλά να πάει συντηρητικά και σφιχτά απέναντι σε μια ομάδα με την ικανότητα και την ποιότητα των Ιβήρων. Το ημίχρονο τελείωσε 0-1, με τον Μοριέντες να έχει σκοράρει για τους «φούριας ρόχας» από λάθος τοποθέτηση της ελληνικής άμυνας. Μέχρι τότε ο Κατσουράνης είχε εξαφανίσει τον Ραούλ, ενώ ο Καψής είχε περιορίσει στο ελάχιστο τη δράση του σκόρερ.
Στο δεύτερο ημίχρονο ο Ρεχάγκελ «μπλόκαρε» τον Ινιάκι Σάεθ βάζοντας να παίξουν μαζί Νικολαΐδης, Χαριστέας, Βρύζας και αργότερα ο Τσιάρτας, από το πόδι του οποίου έφυγε η μαγική κάθετη αριστερή πάσα προς τον Χαριστέα για το τελικό 1-1, έστειλε λίγες εβδομάδες αργότερα τον Ισπανό προπονητή στο ταμείο ανεργίας.
Τρίτος και τελευταίος αγώνας στον Α΄ όμιλο απέναντι στη Ρωσία, στις 20 Ιουνίου. Νότια Πορτογαλία, Αλγκάρβε, οι πιθανότητες με το μέρος της Ελλάδας απέναντι σε μια αποκλεισμένη και αδιάφορη ομάδα, όμως η χειρότερη εμφάνιση των διεθνών στη διοργάνωση παραλίγο να τα χαλάσει όλα… Η έμπνευση του Ρεχάγκελ να χρησιμοποιήσει τον Δημήτρη Παπαδόπουλο αριστερό χαφ, ελλείψει του τραυματία Γιαννακόπουλου, αποδείχθηκε η μοναδική ατυχής επιλογή του Γερμανού στη διοργάνωση. Χωρίς να το καταλάβει κανείς η Ελλάδα είχε βρεθεί να χάνει με 2-0. Και εκεί που τα όνειρα των Ελλήνων είχαν στοιχειώσει ξάφνου ο Ζήσης Βρύζας βάζει ένα γκολ που η σημασία του στο «έπος της Πορτογαλίας» δεν έχει λάβει την αναγνώριση που του αξίζει. Και τότε ήταν που αλλάζαμε κανάλι σε κάθε άουτ για να δούμε το σκορ του άλλου αγώνα, για να δούμε αν περνάμε εμείς ή οι Ισπανοί. Ευτυχώς που ο Μπουλίκιν αστόχησε στο 88΄ σε άδεια εστία για το 1-3 και έτσι η Ελλάδα βρέθηκε στις 8 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης.
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2004, προημιτελικός στο «Ζοζέ Αλβαλάδε» της Λισσαβόνας απέναντι στη Γαλλία. Ο Ρεχάγκελ βάζει στόπερ τον Σεϊταρίδη πάνω στον Ανρί, αναθέτει στο Ζαγοράκη ολόκληρη τη δεξιά πλευρά και στον Κατσουράνη δίνει εντολή να ακολουθεί τον Ζιντάν σε όλο το πλάτος του γηπέδου, όποτε ο «Ζιζού» πλησίαζε την ελληνική εστία στα 30 μέτρα. Το αποτέλεσμα; Σέντρα του Ζαγοράκη, κεφαλιά του Χαριστέα στα δίχτυα του Μπαρτέζ και ο Ρεχάγκελ μπορεί από τότε να υπερηφανεύεται πως υπήρξε ο αρχιτέκτονας σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Μετά τον αγώνα τα τηλέφωνα των Ελλήνων δημοσιογράφων στα ταξιδιωτικά πρακτορεία πήραν… φωτιά για αλλαγή στην ημερομηνία αναχώρησης από την Πορτογαλία, αφού οι περισσότεροι είχαν προετοιμαστεί για αναχώρηση την 26η Ιουνίου.
Η ξέφρενη πορεία της Εθνικής και η πιθανότητα συμμετοχής στον τελικό της διοργάνωσης είχε ανεβάσει το θερμόμετρο στα ύψη: τσάρτερ από την Ελλάδα προσγειώνονταν συνεχώς στη Λισσαβόνα και το Πόρτο μεταφέροντας φίλαθλους κάθε ηλικίας, δημοσιογράφους gossip τηλεοπτικών εκπομπών για να δώσουν το παρασκήνιο της γιορτής που έχει στηθεί, πολιτικοί όλων των αποχρώσεων…
Πέμπτη, 1η Ιουλίου και στον τόπο του πρώτου… εγκλήματος, το «Ντραγκάο», ο Πιερλουΐτζι Κολίνα σφύριξε την έναρξη του ημιτελικού. Οι Τσέχοι πίεσαν ασφυκτικά στο πρώτο ημίωρο, έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία και στη συνέχεια ο Κάρολ Μπρούκνερ αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον τραυματισμένο Πάβελ Νέντβεντ. Εν τω μεταξύ, ο Ρεχάγκελ το χαβά του: με Σεϊταρίδη στον Μπάρος, Καψή στον Κόλερ και Κατσουράνη στον Ροσίτσκι απέκοψε την πολύ επικίνδυνη επίθεση των Τσέχων, έκλεισε τους διαδρόμους και ελαχιστοποίησε τους κινδύνους για την εστία του Νικοπολίδη.
Ακόμη και όταν οι αντίπαλοι ξεκίνησαν νέα πίεση μετά το 70ό λεπτό, ο Γερμανός δεν πανικοβλήθηκε. Αρχικά πέρασε στον αγώνα τον Γιαννακόπουλο, που με τη φρεσκάδα και τη δίψα να ξαναπαίξει ύστερα από 15 ημέρες αναστάτωσε την αντίπαλη άμυνα και έκλεισε διαδρόμους από την πλευρά του. Δεύτερη κίνηση η χρησιμοποίηση του Τσιάρτα, που ηρέμησε το παιχνίδι κρατώντας τη μπάλα, οργάνωσε και έβαλε τους τίτλους τέλους, εκτελώντας υποδειγματικά το κόρνερ από το οποίο προήλθε το (τότε) «ασημένιο» νικητήριο γκολ του Δέλλα στην παράταση.
Στον τελικό της 4ης Ιουλίου σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της χώρας και χιλιάδες Ελλήνων φιλάθλων κατέκλυσαν τη θρυλική έδρα της Μπενφίκα, το «Ντα Λουζ». Κατά τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τη λογική και τους ισχύοντες φυσικούς νόμους, όλοι οι Έλληνες είχαν προβλέψει την κατάληξη του τελικού. Οι εσωτερικοί «κραδασμοί» του καθενός έγιναν «σεισμός»»στο 57ο λεπτό, όταν ο Μπασινάς έστησε τη μπάλα στο κόρνερ. Μάλλον επειδή σε κλάσματα του δευτερολέπτου η μνήμη ανέτρεξε στην κατάληξη του αγώνα απέναντι στην Τσεχία. Η μπάλα έφυγε, τα μαρκαρίσματα των Πορτογάλων δεν βγήκαν απέναντι στα πανύψηλα ελληνικά κορμιά και ο δύσμοιρος Κοστίνια που πήγε πάνω στο Χαριστέα είδε τον Έλληνα σέντερ φορ να υψώνεται στον πορτογαλικό ουρανό και να βάζει τη μπάλα και όλη την αντίπαλη άμυνα στα δίχτυα του Ρικάρντο. Απλό, αλλά κάπως έτσι συντελέστηκε το «έπος της Ιβηρικής». Ομοίως, άλλωστε, δεν γράφεται η Ιστορία;