Οι άνθρωποι άνω των 50 ετών διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο έλλειψης βιταμίνης D, με τις πρακτικές προστασίας τους να είναι αναγκαίες και σε κρατικό πλέον επίπεδο, υποστηρίζει νέα μελέτη
Πάνω από το 25% των ενηλίκων άνω των 50 ετών έχουν έλλειψη βιταμίνης D, σύμφωνα με τους ερευνητές του Κολεγίου Trinity του Δουβλίνου, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Nutrients.
Πάνω από τους μισούς (57%) συμμετέχοντες στην έρευνα είχαν έλλειψη βιταμίνης D στον ορό του αίματος, το 26% εκ των οποίων ταξινομήθηκαν στην κατηγορία ανεπάρκειας βιταμίνης D. Η βιταμίνη D είναι γνωστή για το ρόλο που διαδραματίζει στην υγεία των οστών, με ολοένα και περισσότερες ενδείξεις να κάνουν λόγο για τις επωφελείς ιδιότητές της στη μυική δύναμη και άλλες μη σκελετικές καταστάσεις.
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε δεδομένα από 6.004 μεσήλικους και γηραιότερους ενήλικες που ζούσαν στη βόρεια Αγγλία και είχαν λάβει μέρος στην Εθνική Μακροχρόνια Μελέτη για τη Γήρανση (ELSA). Κατά τη διάρκεια της μελέτης, ερευνήθηκε η επίδραση της ακτινοβολίας UVB (ηλιακό φως), ως γνωστός παράγοντας μεταβολής των επιπέδων βιταμίνης D στον οργανισμό, με τους κατοίκους της νότιας Αγγλίας να παρουσιάζουν μειωμένο κίνδυνο έλλειψης της βιταμίνης, σε σχέση με τους κατοίκους του βόρειου τμήματος της χώρας, ακόμα και μετά από την ενσωμάτωση κοινωνικοοικονομικών και άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τα επίπεδα της βιταμίνης D.
Οι παράγοντες που καθορίζουν την έλλειψη της βιταμίνης και αναγνωρίστηκαν σε αυτή τη νέα μελέτη είναι το γυναικείο φύλο, η προχωρημένη ηλικία (80 και άνω), το κάπνισμα, οι έγχρωμες εθνότητες, η παχυσαρκία και το χαμηλό επίπεδο προσωπικής υγείας. Οι ερευνητές, στη συνέχεια, δημιούργησαν το προφίλ των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων που έχουν αυξημένο κίνδυνο έλλειψης βιταμίνης D, αναδεικνύοντας, παράλληλα, το υγιές βάρος, τη συνταξιοδότηση, την έντονη σωματική δραστηριότητα, τη χρήση συμπληρωμάτων βιταμίνης D, την επίσκεψη σε κάποια ηλιόλουστη χώρα έως και 12 μήνες πριν και κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου σε θετικούς παράγοντες και, άρα, πιθανώς προστατευτικούς απέναντι στην έλλειψη βιταμίνης D σε μεσηλίκους και ηλικιωμένους.
«Η μελέτη μας αναγνώρισε κάποιους παράγοντες που σχετίζονται με την έλλειψη βιταμίνης D, όπως η ηλικία πέραν των 80 ετών, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Πρόκειται για ευρήματα αξιόλογα για τη δημιουργία στοχευμένων πρακτικών για τον περιορισμό της έλλειψης βιταμίνης D στους ηλικιωμένους», σχολιάζει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Διατροφής στο Κολέγιο Trinity, Maria O’ Sulliban.
Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Niamh Aspell, τόνισε, με τη σειρά του, ότι οι άνθρωποι που λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης D έχουν λιγότερες πιθανότητες έλλειψης βιταμίνης D (όπως είναι αναμενόμενο), αλλά η χρήση τέτοιου είδους συμπληρωμάτων αποδεικνύεται ιδιαίτερα χαμηλή (4,4%), με αποτέλεσμα η κάλυψη των αναγκών μέσω του φαγητού και άλλες πρακτικές να είναι απαραίτητες για τους γηραιότερους πληθυσμούς.