H μάχη στους Mύλους της Αργολίδας: Η πρώτη νίκη των Ελλήνων επί του Ιμπραήμ

Κοινοποίηση:
1

Μία από τις σημαντικότερες νίκες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, ήταν ο θρίαμβος μερικών εκατοντάδων πολεμιστών επί των χιλιάδων Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, στις 13 Ιουνίου 1821 (παλαιό ημερολόγιο) στους Μύλους της Αργολίδας.

Η νίκη αυτή, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, η σπουδαιότητά της όμως, όπως θα δούμε στο τέλος του άρθρου, ήταν τεράστια.

Ο Ιμπραήμ κυριεύει τις πόλεις του Μοριά

Η μεγαλύτερη δοκιμασία για την Ελληνική Επανάσταση, ήταν αναμφίβολα η επέμβαση των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, ο στρατός του οποίου ήταν εκπαιδευμένος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η αδράνεια των Ελλήνων και το
απόλυτο χάος που επικρατούσαν μετά τους εμφυλίους πολέμους, έδωσαν την ευκαιρία στους Αιγύπτιους να αποβιβαστούν στην Πελοπόννησο τον χειμώνα του 1824-1825.

Μέσα σε λιγότερους από πέντε μήνες, ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Σφακτηρία, το Παλαιόκαστρο και το Νεόκαστρο. Στις 20 Μαΐου 1825, ο Παπαφλέσσας έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Μανιάκι και την επόμενη μέρα, οι Αιγύπτιοι εισέβαλαν στην Αρκαδία. Στις 23 Μαΐου επέστρεψαν στο Νεόκαστρο και τη Μεθώνη, τα οποία χρησιμοποιώντας ως βάσεις, κυρίευσαν χωρίς καμία αντίσταση και πυρπόλησαν την Καλαμάτα και μεσσηνιακές κωμοπόλεις.
Η μάχη της Τραμπάλας (5-7 Ιουνίου 1825)

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποφάσισε να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του στα Δερβένια και στο Μακρυπλάγι, εκεί που χωρίζεται η Μεσσηνία από την Αρκαδία. Όμως ο Ιμπραήμ ταχύτατα, καθοδηγούμενος από ντόπιους Τούρκους αλλά και αιχμαλώτους, βρέθηκε ξαφνικά στα αριστερά των ελληνικών στρατευμάτων, με 8.000 πεζούς, ιππικό και ορεινά πυροβόλα. Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών, έτρεχαν πανικόβλητοι για να σωθούν. Αλλά και οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν, καθώς κατέφθασε ο Γιατράκος με 800 άνδρες από τον Μυστρά και αργότερα ο Κανέλλος Δεληγιάννης με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και 3.000 άνδρες. Οι Έλληνες έπιασαν θέσεις στο βουνό Τραμπάλα κι εκεί κατασκεύασαν ψηλά και κλειστά ταμπούρια.

Όμως οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ ήταν πολύ δύσκολοι αντίπαλοι. Η μάχη της Τραμπάλας, στην οποία πολέμησε κυρίως ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με τους άνδρες του ήταν σκληρή. Κράτησε δυο μέρες και τρεις νύχτες. Οι Αιγύπτιοι έχασαν περίπου 700 άνδρες και οι Έλληνες 100. Αλλά ο Ιμπραήμ κατάφερε να εκπορθήσει τη θέση – κλειδί της Τραμπάλας, που του άνοιγε τον δρόμο για το κέντρο της Πελοποννήσου.

Ο Ιμπραήμ στην Τρίπολη και την Αργολίδα
Μετά την ήττα στην Τραμπάλα, ο κάθε οπλαρχηγός έφυγε με τους άνδρες του για διαφορετικό μέρος. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, έστειλε τον στρατηγό Τσόκρη, τον υπασπιστή του Φωτάκο και άλλους, για να ενημερώσουν τους κατοίκους της Τριπολιτσάς ότι πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη αφού πρώτα την κάψουν. Πρώτος έφτασε στην Τριπολιτσά το πρωτοπαλίκαρο του ο Καραχάλιος, ο οποίος όμως ξεσήκωσε τους κατοίκους της πόλης με φωνές, δίνοντας την εντύπωση ότι ο Ιμπραήμ βρίσκεται έξω απ’ τα τείχη της. Έντρομοι άντρες και γυναίκες, έτρεχαν ημίγυμνοι και ξυπόλυτοι προσπαθώντας να σωθούν. Μέσα στον γενικό χαμό, ορισμένα παιδιά χάθηκαν με τους γονείς τους και βρέθηκαν αργότερα να περιπλανώνται στα βουνά και άλλα στο Ναύπλιο!

Ο Ιμπραήμ όμως, ήταν ακόμα μακριά από την Τριπολιτσά. Πρώτα κατέβηκε στον κάμπο του Λεονταρίου καίγοντας τα χωριά και συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους και στις 11 Ιουνίου, τρεις μέρες μετά την εγκατάλειψη της Τριπολιτσάς από τους κατοίκους της, οι Αιγύπτιοι μπήκαν στην πόλη. Αφού άφησε εκεί φρουρά, προχώρησε προς την Αργολίδα και το πρωί της 12ης Ιουνίου έφτασε στα πρόθυρα του Ναυπλίου, στη θέση Γλυκειά, με 6.000 άνδρες.

Στο μεταξύ, η αδυναμία του Θ. Κολοκοτρώνη να αναχαιτίσει τον Ιμπραήμ, σκόρπισε πανικό και απογοήτευση στους Έλληνες. Η Κυβέρνηση, που δεν είχε υπολογίσει την αστραπιαία προέλαση του Ιμπραήμ, είχε διατάξει τον Υπουργό Πολέμου Μεταξά και τον Μακρυγιάννη να μεταβούν στην Τριπολιτσά και να την οχυρώσουν. Φτάνοντας στον Αχλαδόκαμπο, συνάντησαν έντρομους φυγάδες από την αρκαδική πρωτεύουσα που τους ενημέρωσαν ότι ο Ιμπραήμ είχε ήδη κυριεύσει την πόλη (κάτι βέβαια που δεν είχε συμβεί ακόμα).

Στην εκκλησία και στο χάνι του Αχλαδόκαμπου, ο Μακρυγιάννης βρήκε τρόφιμα και πολεμοφόδια που προορίζονταν για τον Κολοκοτρώνη. Αμέσως, φρόντισε να του τα στείλει ,για να μην πέσουν σε εχθρικά χέρια, ενώ ο ίδιος, παίρνοντας μαζί του και αρκετές οικογένειες, πήγε στους Μύλους του Ναυπλίου όπου υπήρχαν τροφές και πολεμοφόδια καθώς και «λάφυρα» από τα πλοία που εφοδίαζαν τον Ιμπραήμ.

Η κατάσταση στο Ναύπλιο

Τα πράγματα στο Ναύπλιο ήταν πολύ άσχημα. Τα τείχη του είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από την πολιορκία του 1822 και τον εμφύλιο πόλεμο, οι δεξαμενές του νερού ήταν άδειες, τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά ανεπαρκή και τα πυροβόλα πεσμένα από τους κιλλίβαντες. Μέσα στην πόλη είχαν συγκεντρωθεί πολλοί πρόσφυγες από την Τριπολιτσά, το Άργος, ακόμα και τη Στερεά Ελλάδα. Πολλοί και διάφοροι συνωστίζονταν στην πόλη, αλλά και έξω απ’ αυτή, δημιουργώντας προβλήματα τροφοδοσίας και υγιεινής. Στους δρόμους περιφέρονταν και πολλοί άτακτοι που είχαν έρθει να πληρωθούν τους καθυστερούμενους μισθούς τους και προέβαιναν σε αυθαιρεσίες και αρπαγές επωφελούμενοι από τη σύγχυση. Οι έμποροι προσπαθούσαν μαζί με τις οικογένειες και τα εμπορεύματά τους να ανέβουν σε πλοία και να φύγουν για τα νησιά.

Παράλληλα, κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ιμπραήμ έχει συνεννοηθεί με επιφανείς Έλληνες (όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης), να του παραδώσουν την πόλη. Το μόνο που λειτουργούσε σωστά σε όλο αυτό το χάος, ήταν το νοσοκομείο του Ναυπλίου που είχε πρόσφατα ιδρυθεί, με αρχίατρο τον Γερμανό φιλέλληνα Τράουμπερτ. Λειτουργούσε με τάξη και σ’ αυτό νοσηλεύονταν πολλοί τραυματίες. Αλλά και οι τακτικοί στρατιώτες του πεζικού, είχαν ακμαίο ηθικό, ενώ υπήρχαν και πολλοί γενναίοι φιλέλληνες, έτοιμοι ν’ αγωνισθούν για την Ελλάδα.

Παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις των μελών της, η Κυβέρνηση πήρε μια σειρά από μέτρα που ομαλοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στο Ναύπλιο. Η πόλη αποσυμφορήθηκε από τους πρόσφυγες, εφοδιάστηκε με τρόφιμα, φαρμακευτικά είδη και πολεμοφόδια, οι δεξαμενές νερού καθαρίστηκαν και γέμισαν κλπ. Τον συντονισμό όλων των ενεργειών, είχε αναλάβει ο Υπουργός Πολέμου Ανδρέας Μεταξάς, ο οποίος πέτυχε απόλυτα στην αποστολή του.

Η οχύρωση των Μύλων

Ο Μεταξάς με τον Μακρυγιάννη, αποφάσισαν να οχυρωθούν και να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ στους Μύλους της Λέρνης. Εκείνη την εποχή οι Μύλοι, ήταν ένα μικρό χωριό με 30 σπίτια. Αποτελούσε τη «σκάλα», το επίνειο της Τριπολιτσάς και εξυπηρετούσε το εμπόριό της. Γύρω από τους Μύλους (κοντά στη μυθική Λέρνη), υπήρχαν πολλά ρυάκια και πηγές, βαλτώδη εδάφη και το χωριό ήταν ένα εξαιρετικό προκάλυμμα για την άμυνα του Ναυπλίου.
Η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει εκεί τα τρόφιμα και το πολεμικό υλικό το οποίο προοριζόταν για τον Κολοκοτρώνη και από εκεί θα μετέφεραν το νερό σε περίπτωση που ο Ιμπραήμ κατέστρεφε το υδραγωγείο του Ναυπλίου. Όλη την περιοχή, οχύρωσε με δική του πρωτοβουλία ο Μακρυγιάννης:

«Τον τοίχο…τον ασφάλισα καλά όλο με μασγάλια (=πολεμίστρες). Έπιασα και την κούλια(=πύργος) οπούναι πλησίον στους Μύλους και την τρύπησα από πάνου εις το πάτωμα και εις το κατώγι. Έκοψα και νερό από το μυλαύλακον και το πέρασα εις την κούλια κάτου απ’ τη γη, νάχομεν νερό, ότι παλαβώσαμε νερό εις το Νιόκαστρον. Αφού έφκιασα αυτό, έφκιασα και ταράτζα εις τα κεραμίδια της κούλιας και την άλλη κούλια την συγύρισα καλά να δεχτώ τον αφέντη μου τον Μπραΐμη». Η «κούλια», ο λιθόκτιστος πύργος στον οποίο αναφέρεται ο Μακρυγιάννης, ανήκε άλλοτε στον αγά της Λέρνης ενώ υπήρχε και ένας μεγάλος κήπος.

Ενώ φτιάχνονταν τα οχυρώματα αυτά, επισκέφτηκε τον χώρο ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνί (γνωστός από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου), που είπε στον Μακρυγιάννη: «Είστε πολλά ολίγοι και αυτήνοι πολλοί, οι τούρκοι, και ταχτικοί κι αυτήνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμης και δεν θα βαστάξετε».

«Είναι αδύνατες οι θέσεις κ’ εμείς όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει και θα δείξω μεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες», απάντησε ο Μακρυγιάννης.
«Πολύ καλά», απάντησε ο Δεριγνί και αποχώρησε.

Δυο μέρες μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων στους Μύλους, άρχισαν να καταφθάνουν ενισχύσεις, όχι όμως αρκετές. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης με ελάχιστους άνδρες, ο Χατζημιχάλης με το σώμα που ο ίδιος συντηρούσε, ο Δημήτριος Υψηλάντης με τους 15 σωματοφύλακές του, οι αδελφοί Χατζή-Στεφανής και Χατζή-Γεώργης με τους άνδρες τους και 33 πλοία, που αποτελούσαν τις πρώτες ναυτικές δυνάμεις που ήρθαν σε βοήθεια των Ελλήνων πολεμιστών.

Η μάχη των Μύλων-Ο ελληνικός θρίαμβος

Γενικός αρχηγός της επιχείρησης ορίστηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης και υπαρχηγός ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης. Κυβερνητικά έγγραφα, κάνουν λόγο για 250 άνδρες που βρίσκονταν στους Μύλους στις 13 Ιουνίου, φαίνεται ωστόσο ότι συνολικά, οι υπερασπιστές της τοποθεσίας ήταν γύρω στους 480.

Ο Ιμπραήμ, αφού ξεκούρασε τον στρατό του στην Τριπολιτσά όπου άφησε τους άρρωστους και τους τραυματίες, στις 12 Ιουνίου με 5.000-6.000 πεζούς και 600 ιππείς, ξεκίνησε για το Ναύπλιο. Το ξημέρωμα της 13ης Ιουνίου, έφτασε στους Μύλους και οι προφυλακές των Αιγυπτίων προχώρησαν αθέατες προς τις γραμμές των Ελλήνων, καθώς οι φρουροί τους είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και είχαν πάει να κοιμηθούν…
Τους Έλληνες έσωσε ο Μακρυγιάννης, που είδε δύο φορές σε όνειρο έναν άνθρωπο που τον πρόσταζε να σηκωθεί! Με 50 άνδρες, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί φιλέλληνες, όρμηξαν στους Αιγύπτιους και τους έτρεψαν σε φυγή.

Λίγο αργότερα, έφτασε ο Ιμπραήμ με το κύριο σώμα των ανδρών του. Αφού κατέλαβε το Άργος, περικύκλωσε τους Μύλους. Έσχατη ενίσχυση στους υπερασπιστές των Μύλων, ήταν μερικοί Κρητικοί που έφτασαν με δύο ψαριανά μίστικα (πλοία που εκτελούσαν αποστολές ανίχνευσης μεταφοράς σημαντικών, συνήθως, προσώπων και πληροφοριών). Οι Αιγύπτιοι πλησίασαν πολύ και κύκλωσαν τις θέσεις των Ελλήνων που είχαν μόνο τα νώτα τους καλυμμένα χάρη στη θάλασσα. Ο Μαυρομιχάλης με τον Χατζημιχάλη κράτησαν ένα μονοπάτι που οδηγούσε προς το Κιβέρι. Ο Μακρυγιάννης κρατούσε τον τοίχο, τον πύργο και τις γύρω θέσεις. Ο έμπειρος στρατιωτικός, έδωσε εντολή στα πλοία να απομακρυνθούν από την ακτή, για να εμποδίσει τυχόν φυγή Ελλήνων πολεμιστών.

Γύρω στις 16.30, οι Αιγύπτιοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση χωρισμένοι σε τρία τμήματα. Τις κινήσεις τους δυσκόλευαν τα έλη της περιοχής. Ο Μαυρομιχάλης με τους άνδρες του, υποστηριζόμενοι κι από τα πυρά των πλοίων, απέκρουσαν τρεις επιθέσεις των Αιγυπτίων.

Άλλοι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν εναντίον του Μακρυγιάννη και των ανδρών του, που είχαν οχυρωθεί στον κήπο του αγά της Λέρνης, στον πύργο και σε μερικά σπίτια. Εκεί όμως βρέθηκαν σε τραγική θέση. Ο Μακρυγιάννης βλέποντας ότι η ορμητικότητα των Αιγυπτίων οφειλόταν στις προτροπές και τις απειλές των αξιωματικών τους, διέταξε να σημαδεύουν αυτούς. Αυτό είχα απτά αποτελέσματα, καθώς πολλοί αξιωματικοί του Ιμπραήμ σκοτώθηκαν, η ορμή των Αιγυπτίων καταλάγιασε και οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. «Με γυμνά τα σπαθιά…ριχνόμαστε απάνου τους και τους δίνουμε ένα χαλασμόν κι αφήνουν και κούλιες και περιβόλι. Κι εκεί εις την πόρτα τους πλάκωσαν οι Έλληνες και ρίχνουν εις τον σωρόν.

Άρχισε ο πόλεμος κι από το μέρος του μυλάκου, οπούταν ο Υψηλάντης με τους Κρητικούς και μίστικα με μπαλαμιστράλια (βόλια και μικρές σφαίρες, σφαιρίδια) κι όλα πήγαιναν εις τα σώματα Αραπάδων».

Ο Ιμπραήμ που παρακολουθούσε τη μάχη με τηλεσκόπιο, έστειλε νέες ενισχύσεις που ανάγκασαν τους Έλληνες να οπισθοχωρήσουν. Προσωρινά όμως, καθώς ανασυντάχθηκαν και απώθησαν τους Αιγύπτιους οι οποίοι όμως σύντομα τους έκαναν να κινηθούν προς τα πίσω.

Εκεί, κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί ο Μακρυγιάννης, ο οποίος προσπάθησε να σύρει το πτώμα του πρωτοπαλίκαρου του, του Κατζούγια, προς τις ελληνικές θέσεις. Ακολούθησε νέα, πολύτιμη όμως για τους Έλληνες ανάπαυλα, καθώς ενισχύθηκαν με ξεκούραστες δυνάμεις που ήρθαν από το Ναύπλιο. Τελευταίος, ήρθε ο γενναίος αγωνιστής του Ολύμπου Μήτρος Λιακόπουλος με 50 εμπειροπόλεμους αξιωματικούς και στρατιώτες.

Οι Έλληνες, αποφάσισαν να προλάβουν τους Αιγύπτιους και επιτέθηκαν εναντίον τους από τρεις μεριές: ο Λιακόπουλος από το αριστερό του περιβολιού, ο Γκίκας από τα δεξιά κι ο Μακρυγιάννης από το κέντρο. Η ορμητική έφοδος των γενναίων πολεμιστών πέτυχε. Στην επίθεση αυτή πληγώθηκε ο Μακρυγιάννης και του έπεσε το σπαθί, όμως εκείνος ψύχραιμος έκρυψε το πληγωμένο χέρι του για να μην το δουν οι συμπολεμιστές του κι απογοητευθούν και συνέχισε να πολεμά ως τη δύση του ήλιου. Οι Αιγύπτιοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μετά από τη σκληρή μάχη που διήρκεσε 3,5 ώρες, οι εχθροί έφυγαν προς το Άργος. Ο Ιμπραήμ, για πρώτη φορά, είχε νικηθεί.

Οι ελληνικές απώλειες ήταν ελάχιστες. Τέσσερις νεκροί, ο ένας από τους οποίους ήταν φιλέλληνας και πέντε τραυματίες, ανάμεσά τους κι ο Μακρυγιάννης, ο οποίος πήγε στην αγκυροβολημένη στην παραλία γαλλική ναυαρχίδα όπου του φέρθηκαν με τιμές ανάλογες του βαθμού του. Από τους Αιγύπτιους, περισσότεροι από 100 σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν.

Τα αιγυπτιακά στρατεύματα όταν αποσύρθηκαν από τους Μύλους συμπτύχθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το Άργος. Στις 14 Ιουνίου δεν σημειώθηκε καμία συμπλοκή. Στις 15 Ιουνίου, αιγυπτιακά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν ανάμεσα στην Τίρυνθα και τον Προφήτη Ηλία, προμηνύοντας επίθεση κατά του Ναυπλίου. Σε λίγο, εμπροσθοφυλακή από ιππείς κινήθηκε προς την Άρια για να κόψει τη ροή του νερού προς το Ναύπλιο.
Αφού εξουδετέρωσε την ολιγάριθμη ελληνική φρουρά, πέτυχε τον σκοπό της. Σύντομα ήρθαν ενισχύσεις που απώθησαν τους Αιγύπτιους και αποκατέστησαν την υδροδότηση της πόλης. Όμως νέες δυνάμεις ιππικού ήλθαν να συνδράμουν τους Αιγύπτιους. Οι βολές από τα πυροβόλα του Παλαμηδίου ανάγκασαν τους Αιγύπτιους να υποχωρήσουν οριστικά προς το Άργος, το οποίο έκαψαν και λεηλάτησαν όπως και τα γειτονικά του χωριά.

Η σημασία της νίκης των Ελλήνων στους Μύλους

Η νίκη των Ελλήνων στους Μύλους, δεν έχει λάβει την σημασία που της αναλογεί. Αν ο Ιμπραήμ έφευγε νικητής από εκεί, το Ναύπλιο πιθανότατα θα έπεφτε στα χέρια του. Επρόκειτο για μια λαμπρή ελληνική νίκη ύστερα από μια σειρά αποτυχιών και την πρώτη ήττα του Ιμπραήμ. Όπως γράφει πολύ εύστοχα ο Νίκος Γιαννόπουλος: «Ουσιαστικά μια χούφτα αποφασισμένων ή καλύτερα απελπισμένων ανδρών, του ανέτρεψε τα σχέδια».
Η ψυχολογία των Ελλήνων ανέβηκε στα ύψη, ενώ φάνηκε μετά και τη μάχη στον Σχοινόλακα, η σημασία της εκλογής του κατάλληλου τόπου για την αντιμετώπιση των Αιγυπτίων. Η Κυβέρνηση, μετά από πρόταση του Δ. Υψηλάντη, προήγαγε τον Χατζημιχάλη σε Στρατηγό, τον Λιακόπουλο σε Αντιστράτηγο και τον Γάλλο φιλέλληνα Graillard, ο οποίος αργότερα έγινε ο πρώτος διοικητής της Ελληνικής Χωροφυλακής, σε Συνταγματάρχη. Αλλά και ο Δημήτριος Υψηλάντης, έγινε διάσημος και από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, καθώς το όνομά του δόθηκε σε μια πόλη των Η.Π.Α. στο Μίτσιγκαν (Ypsilanti), μετά τη μάχη της Πέτρας (1829)…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: