Το καλοκαίρι του 1965, έξι έφηβοι από το νησί Τονγκατάπου στην Τόνγκα πήραν μια απόφαση που έμελλε να τους σημαδέψει για πάντα.
Στα 13 έως 19 τους χρόνια, θέλοντας να ξεφύγουν από την αυστηρότητα του οικοτροφείου τους, έκλεψαν μια μικρή φαλαινοθηρική βάρκα και ξεκίνησαν για τα Φίτζι.
Μια σφοδρή καταιγίδα τους ξέκοψε από την πορεία τους, παρασύροντάς τους για οκτώ ολόκληρες μέρες στη μέση του ωκεανού, χωρίς τροφή ή νερό. Όταν τελικά η θάλασσα τους ξέβρασε στο ακατοίκητο ηφαιστειογενές νησί Άτα, όλα έμοιαζαν χαμένα. Ήταν μόνοι, απομονωμένοι και αποδυναμωμένοι.
Κι όμως, αντί να υποκύψουν στον φόβο και τον πανικό, οι έξι φίλοι επέλεξαν τη συνεργασία και την ελπίδα. Έστησαν ένα πρόχειρο καταφύγιο από φύλλα καρύδας, κατασκεύασαν ένα αυτοσχέδιο γυμναστήριο, μουσικά όργανα και ένα παρατηρητήριο για να παρακολουθούν τη θάλασσα. Πειραματίστηκαν με τρόπους να συλλέγουν νερό και κατάφεραν να ανάψουν φωτιά , κάτι που τους πήρε τρεις ολόκληρους μήνες.
Στην κορυφή του νησιού ανακάλυψαν ίχνη μιας παλιάς κοινότητας, καθώς βρήκαν μια κατσαρόλα, μια ματσέτα και μερικές κότες. Τα χρησιμοποίησαν όλα με ευρηματικότητα. Η καθημερινότητά τους οργανώθηκε με κανόνες, εργασίες και αμοιβαίο σεβασμό. Δεν υπήρχαν καυγάδες ούτε χάος.
Η διάσωσή τους ήρθε απρόσμενα, 15 μήνες αργότερα, από τον Αυστραλό ναυτικό Πίτερ Γουόρνερ. Η ιστορία τους καταγράφηκε από τον φωτογράφο Τζον Καρνεμόλα, ο οποίος επέστρεψε μαζί τους στο νησί για να αποτυπώσει πώς είχαν επιβιώσει. Χρόνια αργότερα, ο ιστορικός Rutger Bregman θα αναδείκνυε την περιπέτειά τους ως ζωντανή απόδειξη πως η ανθρώπινη φύση δεν κλίνει μοιραία προς τη βία, αλλά μπορεί να στραφεί στην αλληλεγγύη, την ελπίδα και την οργάνωση.