Τη σχετική ελκυστικότητα των μετοχών των αναδυόμενων αγορών έναντι των ομολόγων συγκρίνει η JP Morgan για να καταλήξει σε ποια χρηματιστήρια της περιοχής εντοπίζονται οι μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες, εξετάζοντας δηλαδή τη απόδοσης κερδών (EY) – με άλλα λόγια, τα κέρδη ανά μετοχή προς την τρέχουσα τιμή της μετοχής στο ταμπλό, σε σχέση με την απόδοση ομολόγων (BY). Όπως καταλήγει, οι ελληνικές μετοχές τοποθετούνται στις πιο ελκυστικές της περιοχής.
Αυτή η προσέγγιση είναι χρήσιμη όπως επισημαίνει, καθώς: (1) η απόδοση κερδών είναι το αντίστροφο του P/E, δηλαδή είναι η αναλογία E/P και ενσωματώνει τις εκτιμήσεις της αύξησης των κερδών ανά μετοχή EPS, (2) η απόδοση των ομολόγων είναι το κόστος ευκαιρίας για επένδυση μέσω των αποδόσεων ομολόγων, και (3) το χάσμα μεταξύ απόδοσης κερδών και απόδοση ομολόγων είναι ουσιαστικά το σιωπηρό premium των μετοχών, το οποίο εάν τεθεί σε ιστορικό πλαίσιο μπορεί να είναι χρήσιμο για να δείξει εάν η ανταμοιβή για την ανάληψη κινδύνου είναι κατάλληλη.
Σύμφωνα με την ανάλυση της JP Moran το τρέχον χάσμα απόδοσης κερδών και απόδοσης ομολόγων στις αναδυόμενες αγορές σε μέσο όρο είναι 2,7%, υποδηλώνοντας:
(1) απόλυτη θετική διαφορά υπέρ των μετοχών. Είναι λογικό να αναμένουμε ότι οι αποδόσεις κερδών θα είναι υψηλότερες από τις αποδόσεις των ομολόγων για να ανταμείβουν κατάλληλα τους επενδυτές για το ασφάλιστρο κινδύνου μετοχών.
(2) οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών διαπραγματεύονται σύμφωνα με το ιστορικό επίπεδο απόδοσης κερδών και απόδοσης ομολόγων. Οι επενδυτές απαιτούσαν ιστορικά 2,8% υψηλότερη απόδοση σε μετοχές σε σχέση με ομόλογα.
Όπως επισημαίνει η JP Morgan, οι περισσότερες αγορές της περιοχής έχουν ελκυστική τρέχουσα διαφορά απόδοσης κερδών προς απόδοση ομολόγων, κάτι που σημαίνει ότι η ελκυστικότητα των μετοχών τους είναι ξεκάθαρη. Η αμερικανική τράπεζα εξετάζει επίσης τη σχέση των δύο αποδόσεων έναντι των ιστορικών μέσων όρων, καθώς κάθε αναδυόμενη αγορά έχει εγχώρια δυναμική που μπορεί να αλλάξει σημαντικά το συνηθισμένο ασφάλιστρο κινδύνου μετοχών.
Έτσι, όπως καταλήγει, η Ελλάδα, η Κίνα, η Ταϊβάν, η Μαλαισία, η Ουγγαρία, η Τουρκία και η Αίγυπτος παρουσιάζουν διαφορές αποδόσεων μεταξύ κερδών και ομολόγων μεγαλύτερες τόσο από τον μέσο όρο των αναδυόμενων αγορών, όσο και τον δικό τους ιστορικό μέσο όρο.
Αντίθετα, 10 χώρες, μεταξύ των οποίων η Ινδία, η Ινδονησία, η Ν. Αφρική, η Σαουδική Αραβία και το Μεξικό, υπολείπονται ταυτόχρονα και στις δύο μετρήσεις.
Για την Ελλάδα ειδικότερα η JP Morgan σημειώνει ότι το εκτιμώμενο P/E 12μήνου διαμορφώνεται στο 10x, η τρέχουσα απόδοση κερδών στο 10% και η τρέχουσα απόδοση του 10ετούς ομολόγου είναι στο 2,7%.
Έτσι, η τρέχουσα διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αποδόσεων είναι στο 7,3%, έναντι του μέσου όρου της Ελλάδας o οποίος τοποθετείται στο 1,3% και έναντι του 2,7% που είναι η διαφορά αυτή στις αναδυόμενες αγορές γενικότερα.
JP Morgan: Οι ελληνικές μετοχές είναι οι πιο ελκυστικές στις αναδυόμενες αγορές – Πάνω από 140% τα περιθώρια ανόδου
Ουσιαστικά το χάσμα μεταξύ του σημερινού αυτού “δείκτη” σε σχέση με την ιστορία, διαμορφώνεται στο 6% και είναι και το υψηλότερο σε όλες τις αναδυόμενες αγορές. Την Ελλάδα ακολουθεί η αγορά της Αιγύπτου (5% χάσμα έναντι του ιστορικού μέσου όρου), της Τουρκίας (4%) και της Ουγγαρίας (3%).
Αυτό σύμφωνα με τους υπολογισμούς της JP Morgan υποδηλώνει ότι το περιθώριο ανόδου των ελληνικών μετοχών είναι 146% που είναι και το μεγαλύτερο σε όλο το περιβάλλον των αναδυόμενων αγορών, έναντι 41% για τις μετοχές της Αιγύπτου, 27% για τις μετοχές της Τουρκίας και 25% για τις μετοχές της Ουγγαρίας.