Στρατηγικές κινήσεις υπεράσπισης εθνικού χώρου
Βρισκόμαστε σήμερα ως Ελλάδα ενώπιον εξελίξεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί από την Άγκυρα, δεδομένου του γεγονότος ότι το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε θαλάσσιους χάρτες, οι οποίοι προνοούν την δυνατότητα έρευνας υδρογονανθράκων από την κρατική εταιρεία πετρελαίων της Τουρκίας και δια των οποίων αποδίδεται η «αρμοδιότητα» έρευνας / αναζήτησης υδρογονανθράκων σε σχετικώς απεικονιζόμενα θαλασσιά σημεία της μεσογειακής λεκάνης, της ελληνικής υφαλοκρηπίδας συμπεριλαμβανομένης.’;
Η δημοσιοποίηση των εν λόγω χαρτών δεν αιφνιδιάζει, αλλά έρχεται ως μια συνεχεία παράδοσης της Τουρκίας, η οποία δημοσιοποιεί προκαταβολικά τις επερχόμενες κινήσεις της σε θέματα που έχει δρομολογήσει, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν αφορούν Ελλάδα και Κύπρο. Η κατά τα ανωτέρω παράδοση αναδεικνύει, συμφώνα με το σκεπτικό της Άγκυρας, τον στρατηγικό χαρακτήρα των κινήσεών της, αλλά και την επιδιωκόμενη ηγετική θέση της χώρας στην περιοχή, στέλνοντας το μήνυμα προς τις μεγάλες δυνάμεις ότι δεν δέχεται επ’ ουδενί υπαγόρευση πολιτικών, παράδοση που καθιερώθηκε όλως ιδιαιτέρως μετά την τραυματική εμπειρία του 1964, όπου απαγορεύτηκε στην Τουρκία από τον τότε Αμερικανό Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον η εισβολή στην Κύπρο, όπως αναφέρει ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
Η επίσημη δημοσιοποίηση των κατά τα ανωτέρω χαρτών αποσκοπεί επίσης στην «μέτρηση» των καταρχήν στρατηγικών ανακλαστικών της Αθήνας, δηλαδή αξιολόγηση του πως και σε ποιο βαθμό θα φτάσει η ελληνική αντίδραση. Αν δηλαδή θα περιοριστεί η Αθήνα σε ρηματικές διακοινώσεις ή αν θα υπάρξει αντίδραση προβολής αποτρεπτικής ισχύος.
Γιατί δεν πρέπει να αιφνιδιαζόμαστε
Η Αθήνα σήμερα δεν πρέπει να έχει αιφνιδιαστεί από τις παραπάνω εξελίξεις, όπερ συνιστά αισιόδοξο σενάριο, έχοντας προετοιμάσει ένα σύστημα αντιδράσεων σε όλα τα επίπεδα, των συμμαχιών με φίλιες δυνάμεις συμπεριλαμβανομένων.
Ειρήσθω εν παρόδω το ελληνικό πολιτικό σύστημα, της παρούσας κυβερνήσεως σαφώς μη εξαιρουμένης, επιβάλλεται πλέον από τις πραγματικότητες των εξελίξεων αποδεχόμενο το γεγονός μιας λάθος μέχρι τούδε στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας, να απαλλαγεί από τηνψευδαίσθηση της ιδέας ότι ένας διαρκής ελληνοτουρκικός διάλογος χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο, όρους και προϋποθέσεις θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα των δύο χωρών.
Η Αθήνα επομένως σήμερα, είναι υποχρεωμένη να γνωρίζει όχι μόνο τα επιφαινόμενα της τουρκικής στρατηγικής, όπως εκδηλώνονται σε διάφορα σημεία της πολιτικής της, αλλά να έχει στους στρατηγικούς υπολογισμούς της την εικόνα της χώρας, η οποία αισθάνεται πως έχει πίσω της μια διαδρομή αυτοκρατορικών αιώνων και κατακτήσεων, σήμερα δε συνεχίζει να επιχειρεί με όρους σουλτανάτου 18ου αιώνα επενδυθείσα τον μανδύα του 21ου.
Ενόψει των εξελίξεων, οι οποίες ήρθαν και είναι εγνωσμένα επερχόμενες, η Αθήνα αφού προέβη σε ενημέρωση της ευρωπαϊκής ηγεσίας, κίνηση που έχει καταρχήν τυπικό χαρακτήρα, οφείλει να ενσωματώσει στην στρατηγική της την αξίωση πρόκλησης από την ΕΕ κόστους προς την Άγκυρα, όσο και αν αυτό παρουσιάζεται ως δυσχερές λόγω των συμφερόντων επιμέρους χωρών της ΕΕ με την Τουρκία, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, καθώς ο κατάλληλος χρόνος για να διεκδικηθεί δυναμικά κάτι τέτοιο από Ελλάδα και Κύπρο είναι τώρα.
Πέραν των ανωτέρω, γνωρίζοντας ότι η Τουρκία παραδοσιακά ότι αποφασίζει το πραγματοποιεί εν τέλει, ανεξαρτήτως καθεστώτων ή κυβερνήσεων, η Αθήνα οφείλει να προετοιμάσει σε διάφορα επίπεδα αντιδράσεις, είτε αυτό παραπέμπει σε προληπτικές ενέργειες αποτροπής, είτε σε επερχόμενες ενέργειες καταστολής. Η βασικότερη εικόνα που αποτυπώνει την πρόληψη στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής είναι η αξιόπιστη προβολή ισχύος, που σημαίνει την θέληση της ηγεσίας να πραγματώσει την απόφαση της για υπεράσπιση εθνικού χώρου, δικαιωμάτων και ελευθεριών, στοιχεία που παραπέμπουν άνευ εταίρου σε μια ενεργό και σοβαρή ελληνική παρουσία στον κόσμο των κρατών.
Από τις ως τώρα εξαγγελθείσες κινήσεις της Αθήνας μετά την δημοσιοποίηση των κατά τα ανωτέρω χαρτών είναι σαφές πως η επερχόμενη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ είναι μια κίνηση που σαφώς ωφελεί, κατά το μάλλον ή ήττον την Αθήνα, ενώ ίσως πρόκειται για την μόνη ενέργεια εξωτερικής πολιτικής των Αθηνών, στο πλαίσιο των ανωτέρω εξελίξεων, που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από την Άγκυρα.
Σημειώνεται εν προκειμένω πως οι σχετικές συνεννοήσεις συνεργασίας με το Ισραήλ θα πρέπει να είναι πολυεπίπεδες και μπορούν να αποβούν σαφώς υπέρ των ελληνικών συμφερόντων σε επίπεδο στρατιωτικής στρατηγικής, καθώς και σε πλαίσιο συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών. Το Ισραήλ, εξάλλου, διακατέχεται εδώ και χρόνια από τη βούληση της απόκτησης μιας φίλης συμμαχικής δύναμης, με την οποία να μπορεί να αναπτύξει στρατηγικές πραγμάτωσης κοινών συμφερόντων, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στην Ευρώπη. Η Ελλάδα εμφανίζεται ως ο ιδανικός εταίρος για μια τέτοια διαδρομή.
Εν κατακλείδι, σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η Αθήνα αφενός εμφορείται από το πλεονέκτημα της πολιτικής σταθερότητας, αφετέρου δε, οφείλει να υλοποιήσει τακτικές και στρατηγικές κινήσεις, οι οποίες πραγματώνονται επιφέροντας κόστος στην Άγκυρα, καθώς σύμφωνα με το ιστορικό πλαίσιο της διαδρομής της Τουρκίας η επιθετικότητά της υποχωρεί ή κατευνάζεται μόνον εφόσον υποστεί κόστος. Η Ελλάδα στον παρόντα χρόνο εφαρμόζοντας πολιτικές σύμπηξης συμμαχιών και τακτικές πρόκλησης πληγμάτων στην Τουρκία μετατρέπεται από ακόλουθος τον εξελίξεων σε πρόδρομο δράσεων και ενεργειών, που σηματοδοτούν και επισφραγίζουν το ελληνικό εθνικό συμφέρον, τούτο δε έναντι πάντων.