Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο πολυεπίπεδος ανταγωνισμός ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τη Σοβιετική Ένωση έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα. Οι δύο «γίγαντες» του πλανήτη μάχονταν, προκειμένου να επικρατήσει ο ένας έναντι του άλλου, σε όλους τους τομείς. Μία σημαντική ήττα των Η.Π.Α. υπήρξε η απώλεια του «μονοπωλίου» της ατομικής βόμβας. Το γεγονός ότι ο μεγάλος τους αντίπαλος μπορούσε να κατασκευάσει όπλα αντίστοιχης ισχύος, αλλά και το μικρό προβάδισμα που είχε αποκτήσει στον τομέα της κατασκοπείας, οδήγησαν την αμερικανική υπερδύναμη στην αναζήτηση ενός νέου όπλου, το οποίο θα τους εξασφάλιζε και πάλι το πλεονέκτημα.
Το νέο τους όπλο, όμως, δεν θα είχε άμεσο αντίκτυπο στις αντίπαλες δυνάμεις, ούτε θα ήταν ορατό στον υπόλοιπο κόσμο. Συγκεκριμένα, οι δυτικές σύμμαχες δυνάμεις παρατηρούσαν με ανησυχία στρατιώτες τους, που είχαν αιχμαλωτιστεί από κομμουνιστικές δυνάμεις στον Πόλεμο της Κορέας, να εξαίρουν το κομμουνιστικό σύστημα. Θεωρώντας ότι αυτοί είχαν υποβληθεί σε ένα είδος «πλύσης εγκεφάλου», επιθυμούσαν να προχωρήσουν στην εύρεση ενός τρόπου να αποτρέψουν περισσότερα παρόμοια περιστατικά.
Έπειτα από τη διεξαγωγή σύντομων ερευνών στον Καναδά, υπό την καθοδήγηση του Donald Hebb, προέκυψαν χρήσιμα συμπεράσματα, σύμφωνα με τα οποία η αποφυγή της «πλύσης εγκεφάλου» ενδεχομένως να ήταν ένας εφικτός στόχος. Όμως, οι Η.Π.Α. δεν αρκούνταν απλώς στο παραπάνω εγχείρημα. Αντιθέτως, ανέπτυξαν ένα απόρρητο πρόγραμμα, το οποίο διεξαγόταν από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA). Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε πειράματα σε πλήθος ατόμων, τα οποία συχνά διεξάγονταν εν αγνοία τους. Ο στόχος ήταν να διαπιστωθεί, εάν μπορούσε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος του ανθρώπινου νου, η εύρεση ενός ανακριτικού «υπερόπλου».
Χρονιά έναρξης του προγράμματος υπήρξε το 1953, λαμβάνοντας την ονομασία “MK-Ultra”, με επικεφαλής τον Sidney Gottlieb. Ως τόποι διεξαγωγής των πειραμάτων, ορίστηκαν αμερικανικά κέντρα κράτησης σε πλήθος κρατών και χώροι, οι οποίοι δεν θα ελέγχονταν από τις κρατικές αρχές της εκάστοτε χώρας. Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Οι Η.Π.Α. επιθυμούσαν να αποφύγουν οποιεσδήποτε νομικές συνέπειες, σε περίπτωση που έβγαινε στο φως της δημοσιότητας το απόρρητο πρόγραμμα. Για τον λόγο αυτό, η διενέργεια των πειραμάτων στο εσωτερικό της χώρας καθίσταντο εξαιρετικά δύσκολη. Εντούτοις, δεν έλειψε η συμμετοχή πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και οίκων ανοχής εντός της αμερικανικής επικράτειας, με ναρκωτικές ουσίες να προωθούνται σε φοιτητές και ανυποψίαστους πελάτες αντιστοίχως.
Όπως γίνεται αντιληπτό, μία τέτοια σειρά πειραμάτων δεν ήταν εύκολα πραγματοποιήσιμη. Έπρεπε να βρεθούν άτομα, τα οποία θα ήταν διατεθειμένα να σπάσουν κάθε ηθικό φραγμό, προκειμένου να οδηγηθούν σε χρήσιμα συμπεράσματα. Μία τέτοια περίπτωση υπήρξε ο διακεκριμένος ψυχίατρος Donald Ewen Cameron. Έχοντας ως έδρα του το Alan Memorial Institute, στο Montreal, ο Σκωτσέζος επιστήμονας επιθυμούσε να πραγματοποιήσει μία επαναστατική θεραπεία. Συγκεκριμένα, στόχος ήταν η πλήρης αποδόμηση του χαρακτήρα του ασθενή και η διαμόρφωση αυτού από την αρχή.
Έτσι, η C.I.A. βρήκε στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο, με «κοινά» ενδιαφέροντα εκείνη την περίοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να προχωρήσει στη χρηματοδότησή του από το 1957, μέσω μιας εταιρείας-βιτρίνας, προκειμένου να διεξάγει τα δικά του πειράματα. Η δράση του ψυχιάτρου περιγράφεται στο βιβλίο της Naomi Klein «Το Δόγμα του Σοκ». Σύμφωνα με το άνωθέν βιβλίο, ο Cameron για να εφαρμόσει τη ρηξικέλευθη θεραπεία του, προχώρησε σε μία σειρά επώδυνων, για τη σωματική και ψυχική υγεία των ασθενών του, ηλεκτροσόκ και στη χορήγηση πλήθους ουσιών για την «αποσταθεροποίηση» του εγκεφάλου, μεταξύ αυτών και το L.S.D. Όμως, δεν έμεινε εκεί. Προσπαθώντας να καταστρέψει πλήρως τη λειτουργία του νου, προέβη σε διάφορες πρακτικές που αποσκοπούσαν στην κατάρρευση των αισθήσεων. Οι ασθενείς του είχαν μετατραπεί σε ανθρώπινα πειραματόζωα, δίχως να γνωρίζει κανείς την κατάληξή τους.
Οι ενέργειες του Cameron είναι ενδεικτικές των δράσεων, που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο των πειραμάτων. Ωστόσο, το πρόγραμμα επεκτάθηκε κι εκτός των προαναφερθέντων κέντρων. Στα πειράματα εντάχθηκαν, η συντριπτική πλειοψηφία εν αγνοία της, άτομα όλων των κοινωνικών ομάδων, από εργαζόμενες στον αγοραίο έρωτα μέχρι και υπαλλήλους της C.I.A., με τα πειράματα να ποικίλουν. Η χρηματοδότηση προς το πρόσωπο του Cameron διακόπηκε το 1961, με το πρόγραμμα να τερματίζεται θεωρητικά δύο χρόνια αργότερα, το 1963, κάτι το οποίο αμφισβητείται. Την ίδια χρονιά συντάχθηκε το “Kubark”. Επρόκειτο για ένα εγχειρίδιο, στο οποίο αναφέρονταν οι νέες μέθοδοι ανάκρισης, με εμφανή την επιρροή του προγράμματος “MK-Ultra”.
Η προσπάθεια της CIA να κρατήσει απόρρητο το πρόγραμμα, δεν στέφθηκε με επιτυχία. Ειδικότερα, λίγα χρόνια μετά το τέλος των πειραμάτων, το 1974, δημοσίευμα των New York Times ισχυριζόταν ότι η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών αναμειγνυόταν σε παράνομες δραστηριότητες, σε βάρος Αμερικανών και μη πολιτών. Το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας κίνησε το ενδιαφέρον της Γερουσίας, η οποία και σύστησε επιτροπή για την έρευνα της υπόθεσης.
Η επιτροπή Church, όπως ονομάστηκε από τον επικεφαλής της Frank Church, είχε δύσκολο έργο, καθώς πολλά στοιχεία είχαν καταστραφεί από την ίδια την C.I.A. Συγκεκριμένα το 1973, με το πολιτικό σκάνδαλο “Watergate” να έχει προκαλέσει σάλο στις Η.Π.Α., η υπηρεσία κατέστρεψε χιλιάδες έγγραφα που σχετίζονταν με το “MK-Ultra”. Εξαιτίας ενός σφάλματος, όμως, ένα αρχείο 20.000 περίπου εγγράφων έγινε διαθέσιμο στην επιτροπή. Το αποτέλεσμα ήταν το πρόγραμμα να έρθει στο φως, χωρίς, όμως, να είναι διαθέσιμες πολλές πληροφορίες.
Η υπόθεση πήρε τον δρόμο της δικαιοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί το μέγεθος του προγράμματος και οι επιπτώσεις σε όσους διενεργούνταν τα πειράματα. Αρκετοί θάνατοι έχουν συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα με το “MK-Ultra”, ενώ ακόμη περισσότεροι ήταν οι άνθρωποι που είχαν μακροχρόνια προβλήματα υγείας. Πλήθος πολιτών κατέθεσαν αγωγές, διεκδικώντας εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια, με τις δικαστικές αρχές να δικαιώνουν πολλούς από αυτούς.
Θεωρητικά το πρόγραμμα “MK-Ultra” απέτυχε παταγωδώς, όπως άλλωστε, υποστήριζαν και ανώτατα στελέχη της C.I.A. Οι προσπάθειες για να βρεθεί το «χάπι της αλήθειας», ο τρόπος για τον έλεγχο του ανθρώπινου εγκεφάλου, δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντιθέτως, χιλιάδες άτομα πέθαναν και εμφάνισαν προβλήματα υγείας, ενώ το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α. και η C.I.A. δοκιμάστηκαν. Ωστόσο, όσον αφορά το πρακτικό σκέλος, το εξεταζόμενο πρόγραμμα άλλαξε τον χαρακτήρα των ανακρίσεων, ο οποίος ήταν ο ίδιος για αιώνες. Μετά το πέρας των πειραμάτων, οι ανακρίσεις έδειχναν έτοιμες να υποδεχτούν νέες μεθόδους, οι οποίες στόχευαν περισσότερο στον ψυχικό κόσμο του ανακρινόμενου.
Πηγή: offlinepost.gr