Καλοκαίρι του 1981 και ο Σπύρος Σταρίδας, γεωργός στο επάγγελμα, μόλις έχει επιστρέψει σπίτι του από το καφενείο του Παλαιομονάστηρου, ενός μικρού χωριού στα Τρίκαλα. Ζητά από την γυναίκα του να του φέρει το καλό παντελόνι του και το «πουκάμισο με τα αστέρια» και της λέει να πάρει τα δυο παιδιά τους και να φύγουν.
Η σύζυγός του αντιλαμβάνεται ότι ο άντρας της, που έχει νοσηλευτεί στο παρελθόν με ψυχολογικά προβλήματα, έχει άλλη μία από τις κρίσεις του. Ποτέ όμως δεν φανταζόταν αυτό που θα επακολουθούσε.
Το έγκλημα που σόκαρε όλη την Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει να ξετυλίγεται.
Μια παρτίδα χαρτιά…
Λίγο πριν ο Σταρίδας επιστρέψει σπίτι, κυριευμένος από τη φονική μανία, έπαιζε χαρτιά στο καφενείο με τους συγχωριανούς του. Το τι έγινε όσο ήταν στο καφενείο, δεν το γνωρίζει κανείς. Όμως σίγουρα κάτι έγινε η αφορμή να κυριευτεί από αμόκ.
Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι πήρε κάποια είδη ρουχισμού έβαλε φωτιά και τα έκαψε. Φαίνεται ότι είχε πέσει σε οξεία κρίση. Η γυναίκα του προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αλλά δεν τα κατάφερε….
Μια ώρα γεμάτη αιματοχυσία
Ο 48χρονος παίρνει τα υπόλοιπα ρούχα του και τους βάζει φωτιά ενώ είναι κατάσταση αμόκ. Κρατώντας στα χέρια του μια καραμπίνα ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του και ετοιμάζεται για μια αιματοχυσία που προηγούμενή της δεν υπήρχε.
Το πρώτο θύμα της φαινομενικά αδικαιολόγητης μανίας του ήταν ο ίδιος ο 67χρονος πατέρας του, λίγα λεπτά αργότερα πυροβολούσε και την μητέρα του, ηλικίας 65 ετών, η οποία ξεψύχησε στο νοσοκομείο.
Η μακάβρια λίστα των θυμάτων γέμιζε με ονόματα συγγενών. Στο διπλανό σπίτι ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά του, γέροντες 86 και 78 ετών, αντίστοιχα. Τους εκτέλεσε εν ψυχρώ και στη συνέχεια βγήκε στους δρόμους του Παλαιομονάστηρου πυροβολώντας αδιακρίτως.
Ένα ζευγάρι θείων του που έτυχε να βρίσκονται έξω εκείνη την ώρα, αλλά κι ένας γείτονας που έκανε το λάθος να προσπαθήσει να τον ηρεμήσει και να του πάρει το όπλο έπεσαν και αυτοί νεκροί από τις σφαίρες του Σταρίδα.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το σπίτι του κουμπάρου του όπου έπεσε πρόσωπο με πρόσωπο με την σύζυγό του, την οποία είχε διώξει λίγο νωρίτερα από το σπίτι τους. «Τι δουλειά έχεις εσύ στο σπίτι του κουμπάρου; Εδώ στεφανώθηκες;» της είπε ο άντρας της, δίχως να περιμένει απάντηση. Την πυροβόλησε δυο φορές…
«Πατέρα, μην σκοτώσεις και εμάς»
Ο 48χρονος αγρότης επέστρεψε σπίτι του. Τα δυο παιδιά του, μόλις 10 και 12 ετών ήταν ακόμη εκεί. Έντρομα, τρομοκρατημένα και σχεδόν βέβαια και για το δικό τους τέλος. «Πατέρα, μην σκοτώσεις και εμάς… Μην μας σκοτώσεις», ψέλλισε το μικρό αγόρι.
Τα κοίταξε σαστισμένος και δευτερόλεπτα μετά τα προσπέρασε για να συνεχίσει το φονικό του έργο. Τα προσπέρασε δίχως να τα πειράξει. Όπως αποδείχθηκε ήταν οι μοναδικοί μάρτυρες που έζησαν για να πουν την ιστορία της πιο αιματοβαμμένης βραδιάς στα χρονικά της ελληνικής εγκληματολογίας.
Μετά τον φόνο της γυναίκας του στήριξε την καραμπίνα στο έδαφος, ακούμπησε την κάννη στην καρδιά του και πάτησε τη σκανδάλη. Λίγο αργότερα το όπλο του δράστη πυροβόλησε μια τελευταία φορά. Το τελευταίο θύμα ήταν ο ίδιος.
Το μεγάλο ερώτημα
Κάπου εκεί άνοιξε και η συζήτηση για την άδεια οπλοφορίας. Πώς γίνεται να κατέχει καραμπίνα όποιος το επιθυμεί; Πώς και με ποιο σκεπτικό δόθηκε άδεια σε έναν άνθρωπο με ψυχολογικά προβλήματα, ο οποίος είχε νοσηλευτεί στο παρελθόν;
Ο διοικητής του τμήματος χωροφυλακής βεβαίωσε ότι ο δράστης είχε άδεια οπλοφορίας.
Επίσημη απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Η μόνη εξήγηση που δόθηκε ήταν πως την καραμπίνα την είχε στείλει ως δώρο η αδελφή του από τον Καναδά.