Σε μια εποχή αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, πολλά κράτη αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες για να ενισχύσουν την ασφάλειά τους.
Αυτές οι δαπάνες αναμένεται να λειτουργήσουν ως οικονομικός καταλύτης επιδείνωσης της δημοσιονομικής τους θέσης αλλά και θα αποτελέσουν το εφαλτήριο ισχυρών κοινωνικών αντιδράσεων καθώς θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των λεγόμενων κοινωνικών μεταβιβάσεων, δηλαδή τη μείωση του λεγόμενοι κοινωνικού κράτους που λειτουργούσε ως δίκτυ ασφαλείας για τις χαμηλότερες εισοδηματικά ομάδες του πληθυσμού.
Ωστόσο, για τις χώρες που έχουν ήδη επιβαρυνθεί με υψηλό χρέος, αυτό δημιουργεί ένα δημοσιονομικό δίλημμα: πώς να χρηματοδοτηθεί η διεύρυνση των αμυντικών δαπανών χωρίς να επιδεινωθεί η οικονομική αστάθεια;
Πουθενά αυτή η συζήτηση δεν είναι πιο πιεστική από την Ευρώπη, όπου η Γερμανία – ιστορικά η δημοσιονομική «ατμομηχανή» της ηπείρου, ανέλαβε μια ιστορική αλλαγή στη δημοσιονομική της πολιτική.
Το βάρος του χρέους και της άμυνας
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών αποτελεί αυστηρό συμβιβασμό για τις υπερχρεωμένες χώρες.
Οι κυβερνήσεις πρέπει είτε:
1. Να αυξήσουν τους φόρους – πολιτικά αντιδημοφιλές μέτρο και δυνητικά επιζήμιο για την ανάπτυξη.
2. Περικόψουν άλλες δαπάνες – διακινδυνεύοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια καθώς θα συρρικνωθούν τα προγράμματα πρόνοιας, η ανανέωση στις δημόσιες υποδομές ή ποιότητα της εκπαίδευσης.
3. Να αυξήσουν υπέρμετρα το δάνεισμό – με αποτέλεσμα την επιδείνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αύξηση του κόστους επιτοκίων.
Πολλά δυτικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, της Γαλλίας, του Βελγίου και του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν ήδη αναλογίες χρέους προς ΑΕΠ που υπερβαίνουν το 90%, επίπεδο που συχνά συνδέεται με βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη και αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους – βρίσκονται σε δυσχερή δημοσιονομική θέση.
Τα υψηλότερα επιτόκια κάνουν τον δανεισμό πιο ακριβό, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε επιπλέον δολάριο ή ευρώ που δαπανάται για την άμυνα επιβαρύνει περαιτέρω τα κρατικά οικονομικά.
Η Γερμανία, με την ιστορικά επιφυλακτική δημοσιονομική της προσέγγιση, έχει από καιρό προσφέρει στην Ευρώπη το αίσθημα της σταθερότητας.
Αλλά εάν το Βερολίνο εγκαταλείψει το περίφημο «Schuldenbremse» (φρένο χρέους), οι συνέπειες θα μπορούσαν να μεταδοθούν σε ολόκληρη την περιοχή.
Εάν η Γερμανία εγκαταλείψει το φρένο χρέους της, προκύπτουν δύο μεγάλοι κίνδυνοι:
Ι. Απώλεια δημοσιονομικής πειθαρχίας σε όλη την Ευρώπη
Η Γερμανία υπήρξε ιστορικά ο οικονομικός σταθεροποιητικό παράγοντας της οικονομιας της ευρωζώνης, πιέζοντας συχνά για δημοσιονομικό περιορισμό σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ελλάδα…
Εάν η Γερμανία επιτρέψειι τις ελλειμματικές δαπάνες, μπορεί να ακολουθήσουν και άλλες οικονομίες, οδηγώντας σε μια πιο χαλαρή προσέγγιση του χρέους σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη στα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για τα υπερχρεωμένα κράτη.
ΙΙ. Αυξημένος κίνδυνος πληθωρισμού και αστάθειας της αγοράς
Περισσότερες ελλειμματικές δαπάνες πιθανότατα θα τροφοδοτήσουν τις πληθωριστικές πιέσεις
Οι επενδυτές θα απαιτήσουν υψηλότερες αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, ασκώντας πρόσθετη πίεση στα δημόσια οικονομικά μέσω του κόστους ξυπηρέτησης του δανεισμού.
Μια διάσπαση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να αποδυναμώσει το ευρώ, καθιστώντας τις εισαγωγές πιο ακριβές και διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη.
Τι γίνεται μετά;
– Αυστηρότερη νομισματική πολιτική: Εάν οι αυξημένες κρατικές δαπάνες τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να αναγκαστούν να διατηρήσουν τα επιτόκια υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάπτυξη.
– Μεγαλύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση της ΕΕ: Εάν η Γερμανία χαλαρώσει τους κανόνες για το χρέος, ενδέχεται να υπάρξουν εκ νέου εκκλήσεις για συλλογικό δανεισμό της ΕΕ (όπως το ταμείο ανάκαμψης του COVID) για να μοιραστεί το βάρος.
Θα επιτύχουν επιτέλους οι φίλοι του ευρωπαϊκού κατεστημένου την επιθυμία τους ή θα δούμε μια αργή βαλκανοποίηση της Ευρώπης καθώς το υψηλό εκκρεμές χρέος βαράινει τις οικονομίες των χωρών;
– Αντιδράσεις της αγοράς: Οι επενδυτές θα μπορούσαν να επαναξιολογήσουν τον κίνδυνο του ευρωπαϊκού κρατικού τομέα (άνοδος του πολιτικού ρίσκου), οδηγώντας σε αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, ιδιαίτερα για χώρες με ασθενέστερες δημοσιονομικές θέσεις.
Αυτό θα μπορούσε να εισάγει ένα νέο επίπεδο αβεβαιότητας και αστάθειας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Τελικά, ενώ οι ισχυρότερες αμυντικές δυνατότητες είναι απαραίτητες σε έναν αβέβαιο κόσμο, το οικονομικό κόστος θα μπορούσε να είναι εξίσου αποσταθεροποιητικό με αυτό που μαίνεται στο κατώφλι της Ευρώπης.
Εάν η Γερμανία, η παραδοσιακή δημοσιονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, στραφεί προς χαλαρότερες πολιτικές χρέους, η ευρωζώνη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια νέα εποχή δημοσιονομικής αβεβαιότητας – μια εποχή που θα θέσει εν αμφιβόλω την οικονομική σταθερότητα ολόκληρης της ηπείρου.
Προς το παρόν, η δημοσιονομική ώθηση θα εκληφθεί ως θετική, υψηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερος πληθωρισμός και ισχυρότερο ευρώ.
Επίσης, μην ξεχνάτε ότι δεν αυξάνει μόνο η Γερμανία τις δαπάνες. Η Ισπανία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες από εδώ και πέρα, γεγονός που θα τροφοδοτήσει περαιτέρω την ανάπτυξη, αλλά και τον πληθωρισμό.
Πηγή: ΝΑΤΟ, αμυντικές δαπάνες χωρών του ΝΑΤΟ (2014-2024)
– Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε παρόμοια δύσκολη θέση. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να ακολουθήσει προσεκτικά την εξωτερική της πολιτική για να διατηρήσει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς και δεσμούς ασφάλειας τόσο με την Ευρώπη όσο και με τις ΗΠΑ, εξισορροπώντας αντικρουόμενα συμφέροντα.
Επιδιώκει στενή εμπορική και ρυθμιστική ευθυγράμμιση με την ΕΕ για την προστασία της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αποφεύγοντας παράλληλα δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν την εθνική κυριαρχία της μετά το Brexit.
Ταυτόχρονα, δίνει προτεραιότητα σε μια βαθιά ασφάλεια και οικονομική εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ, ευθυγραμμισμένη με την αμυντική και γεωπολιτική στρατηγική, ακόμη και όταν οι αμερικανικές πολιτικές αποκλίνουν από τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Αυτή η πράξη εξισορρόπησης απαιτεί διπλωματική ευελιξία για να αποφευχθεί η παγίδευση μεταξύ δύο μεγάλων συμμάχων με διαφορετικές προτεραιότητες στο εμπόριο, την άμυνα και την παγκόσμια διακυβέρνηση.
Με τις τεκτονικές πλάκες να μετατοπίζονται, όλα τα στοιχεία προμηνύονται αρνητικές εξελίξεις.