Είχε και το όνομα και την χάρη. Και ταλέντο, πάρα πολύ ταλέντο. Στο γήπεδο, έγραφε, ζωγράφιζε, συνέθετε και γενικώς χρησιμοποιώντας με μοναδική χάρη, όλες τις μορφές της τέχνης, κατόρθωνε να σε πείσει ότι το ποδόσφαιρο είναι ανυπέρβλητη… ποίηση! Και βέβαια ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Ήταν ένας ροκ σταρ -5ο σκαθάρι τον αποκαλούσαν, αφού ήταν τόσο δημοφιλής, όσο και οι Μπιτλς- , ένας θρύλος με υπέροχο βλέμμα που μπορούσε να ρίξει μεταφορικά και κυριολεκτικά, όχι τον μισό αλλά ολόκληρο τον γυναικείο πληθυσμό, πόλεων μεγαλύτερων της Αθήνας!
Ο Τζορτζ Μπεστ, περί ου ο λόγος, γεννιέται στο Μπέλφαστ στις 22 Μαΐου του 1946. Εκεί τον.. ανακαλύπτει ένας σκάουτερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο Μπομπ Μπίσοπ και τον συστήνει στον Ματ Μπάσμπι, «ως μία αληθινή ιδιοφυία». Το 1961, υπογράφει το πρώτο συμβόλαιο με τους «Κόκκινους Διαβόλους» και «η φαντασία έρχεται στην πραγματική ζωή», όπως γράφει εύστοχα ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μίλερ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα από τα πολλά επιτεύγματά του: Στις 7 Φεβρουαρίου του 1970, βάζοντας 6 (!) γκολ στην Νορθάμπτον –τελικό σκορ 8-2- γίνεται ο παίκτης της Γιουνάιτεντ που έχει σκοράρει τις περισσότερες φορές, σε ένα ματς. Όσο για τον ταλαίπωρο αμυντικό των ηττημένων που είχε αναλάβει το μαρκάρισμά του, τον Ρέι Φέαρφαξ, με αφοπλιστική ειλικρίνεια δηλώνει: «Μια φορά που βρέθηκα αρκετά κοντά του, ήταν όταν χαιρετηθήκαμε, στο τέλος του αγώνα».
Ωστόσο με την ίδια ευκολία που χανόταν από το οπτικό πεδίο των αντιπάλων του, άρχισε κάποια στιγμή να χάνεται και από το …οπτικό πεδίο της ζωής. Και να βυθίζεται στην θάλασσα του αλκοόλ. Δίνει το τελευταίο του παιχνίδι στο «Ολντ Τράφορντ», το 1974, απέναντι στην Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, σε ηλικία μόλις 26 χρόνων. Έχει ήδη πάντως προλάβει να γράψει ολόκληρο κεφάλαιο στην ιστορία της αγγλικής ομάδας, σημειώνοντας 137 γκολ σε 361 αναμετρήσεις.
Τυπικά, δεν σταματάει το ποδόσφαιρο, αλλά επί της ουσίας, είναι η στιγμή που αποφασίζει την ζωή του να «την εξευτελίζει πηγαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά και εκθέτοντάς την μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου». Μάλλον δεν θα έτυχε να διαβάσει το γνωστό ποίημα του Καβάφη που προτάσσει στον παραπάνω στίχο του, την καθοριστική λεξούλα «μην». Μοιάζει το μότο του να είναι το «απαγορεύεται το απαγορεύεται».
Ένα χρόνο αφότου έχει εγκαταλείψει οριστικά τους αγωνιστικούς χώρους, μπαίνει στην φυλακή γιατί οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ και γιατί επιτίθεται σε αστυνομικό. Και βέβαια ως αυθεντικός αυτοκαταστροφικός τύπος, υπερασπίζεται με σθένος τις επιλογές του: «Ξόδεψα το 90% των χρημάτων μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα, απλώς τα σπατάλησα.» Κι ακόμα: «Έχω σταματήσει να πίνω, αλλά μόνο όταν κοιμάμαι.» «Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το ποτό. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά τις ζωής μου.» «Ίσως πάω στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, αλλά νομίζω ότι θα ήταν δύσκολο να παραμείνω ανώνυμος».
Έχει πει μια κορυφαία ατάκα- εξόχως τιμητική- και για τον αγαπημένο Γάλλο των «Κόκκινων Διαβόλων», τον Έρικ Καντονά: «Θα έδινα όλη την σαμπάνια που έχω πιεί στη ζωή μου για να έπαιζα μαζί του σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό παιχνίδι στο Ολντ Τράφορντ»
Σαν σήμερα (25/11) του 2005, ο Τζορτζ Μπεστ, αφήνει στο την τελευταία του πνοή, με το συκώτι του καθημαγμένο. Λίγες μέρες νωρίτερα η βρετανική εφημερίδα –κατηγορία ταμπλόιντ- «News of the World», δημοσιεύει φωτογραφία του στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αποδίδοντάς του την φράση «Don’t die like me». Μπορεί και να την είπε αυτή την φράση, μπορεί και όχι.
Για επίλογο πάντως, του ταιριάζει καλύτερα πρωτοσέλιδο ελληνικής εφημερίδας – της τότε SPORTIME, την επομένη του θανάτου του : «Ωραίος σαν μύθος».
– από το ΦΩΣ των Σπορ