Ο Έντουαρντ Πέισνελ ζούσε διπλή ζωή. Την ημέρα ήταν ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης και τα βράδια φορούσε τη μάσκα και τη στολή του
Για περίπου 15 χρόνια οι κάτοικοι του νησιού Τζέρσεϊ, στο στενό της Μάγχης, ζούσαν ένα φρικτό σενάριο ταινίας τρόμου. Ένας άντρας που φορούσε στολή, περούκα και μια αλλόκοτη μάσκα εισέβαλε τα βράδια σε σπίτια, απήγαγε παιδιά και τα κακοποιούσε σεξουαλικά. Αυτή είναι η ιστορία του Κτήνους του Τζέρσεϊ.
Η αρχή του τρόμου
Το Τζέρσεϊ βρίσκεται βορειοδυτικά των ακτών της Νορμανδίας και είναι το μεγαλύτερο από τα νησιά Τσάνελ που ανήκουν στην Αγγλία. Πλέον έχει πληθυσμό περίπου 100.000 άτομα αλλά τη δεκαετία του 1950 εκεί ζούσαν λιγότερα από 70.000 άτομα.
Ο τρόμος ξεκίνησε το 1957 όταν μια νοσοκόμα, η οποία περίμενε σε στάση λεωφορείου, δέχθηκε επίθεση από έναν άντρα που έκρυβε το πρόσωπο του με κασκόλ. Τη χτύπησε στο κεφάλι, τη μετέφερε σε ένα κοντινό χωράφι κι εκεί έδεσε ένα σχοινί στον λαιμό της και τη βίασε. Λίγους μήνες μετά ο ίδιος άντρας, ακολουθώντας πανομοιότυπη μέθοδο, επιτέθηκε και βίασε μια 20χρονη που επέστρεφε στο σπίτι της. Μέσα στα επόμενα χρόνια καταγράφηκαν δύο ακόμα επιθέσεις.
Όλα τα θύματα κατέθεσαν πως ο δράστης ήταν περίπου 40 ετών, είχε ύψος 1.70 και μιλούσε με ιρλανδική προφορά, πιθανότητα προσποιητή. Όλες ανέφεραν πως ο άντρας μύριζε μούχλα. Η Αστυνομία πείστηκε ότι στο νησί κυκλοφορούσε ένας «δράκος» στον οποίο ο Τύπος έδωσε το προσωνύμιο «Beast of Jersey».
Εισβολές σε σπίτια
To 1960 το «Κτήνος» άλλαξε τη μέθοδο του και πλέον κανείς στο νησί δεν ένιωθε ασφαλής. Στις 14 Φεβρουαρίου 1960 μπήκε από το παράθυρο στο δωμάτιο ενός 12χρονου αγοριού. Το παιδί ξύπνησε και είδε να στέκεται από πάνω του ένας άντρας με μάσκα. Κρατούσε φακό και του έριξε το φως στο πρόσωπο. Ο δράστης έβαλε σχοινί στον λαιμό του αγοριού, το μετέφερε έξω όπου το βίασε. Στη συνέχεια επέστρεψε τον 12χρονο στο σπίτι του…
Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς (1960) προσποιήθηκε τον γιατρό και έπεισε μια γυναίκα να μπει στο αυτοκίνητο του. Την πήγε σε απομονωμένη περιοχή όπου τη βίασε. Στη συνέχεια την μετέφερε πίσω στην πόλη. Το θύμα δεν μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο του δράστη αλλά όλοι ήξεραν ότι το «Κτήνος» χτύπησε και πάλι. Λίγες μέρες μετά εισέβαλε στο σπίτι μιας 43χρονης η οποία έμενε με τη 14χρονη κόρη της. Έκοψε το καλώδιο του τηλεφώνου και έσβησε τα φώτα.
Αρχικά ζήτησε από τη μητέρα χρήματα αλλά αυτή κατάφερε να του ξεφύγει. Μέχρι όμως να ειδοποιήσει τους γείτονες και να επιστρέψουν στο σπίτι το «Κτήνος» είχε βιάσει το κορίτσι και είχε εξαφανιστεί. Τον Απρίλιο μπήκε στο δωμάτιο μιας 14χρονης. Όταν ξύπνησε και τον είδε με το παλτό και τη μάσκα άρχισε να ουρλιάζει. Ο δράστης φοβήθηκε και έφυγε. Τον Ιούλιο απήγαγε έναν 8χρονο από το σπίτι του και τον βίασε.
Η αστυνομία του νησιού ανέκρινε κάθε κάτοικο με ποινικό μητρώο αλλά αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Ζήτησε λοιπόν από κάθε ενήλικο άντρα του Τζέρσεϊ να δώσει δακτυλικά αποτυπώματα. Μόνο 13 αρνήθηκαν να δώσουν και οι αρχές ήξεραν πώς ένας από αυτούς ήταν το «Κτήνος» με τη μάσκα.
Ο… βασικός ύποπτος
Από τους 13… αρνητές η Αστυνομία στοχοποίησε τον εκκεντρικό ψαρά Αλφονς Λε Γκαστελουά. Ανακρίθηκε αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία. Το νησί όμως έμαθε ότι ο Λε Γκαστελουά θεωρούταν βασικός ύποπτος και η ζωή του έγινε κόλαση. Ο Τύπος τον είχε ήδη καταδικάσει και ένας όχλος επιτέθηκε στο σπίτι του και το έκαψε. Ο Λε Γκαστελουά αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί από το νησί. Έζησε για πολλά χρόνια μόνος του στο μικρό νησί Λα Μαρμοτιέρ. Επέστρεψε τελικά στο Τζέρσεϊ το 1975 (όταν πλέον ο πραγματικός δράσης είχε συλληφθεί) και πέθανε εκεί το 2012.
Εμμονή με τα παιδιά
Από τον Φεβρουάριο του 1961 το «Κτήνος» εστίασε τις επιθέσεις του μόνο σε παιδιά. Μέχρι τον Απρίλιο εκείνη της χρονιάς είχε εισβάλει σε τρία σπίτια και είχε αρπάξει και βιάσει τρία παιδιά. Η τοπική αστυνομία ζήτησε τη συνδρομή της Scotland Yard η οποία δημιούργησε το προφίλ αλλά και σκίτσο του δράστη.
Κάποια θύματα, στις επιθέσεις που δεν φορούσε τη μάσκα, είχαν δει ότι είχε μουστάκι. Τα υπόλοιπα περιέγραψαν μια απόκοσμη φιγούρα. Φορούσε γάντια και παλτό στο οποίο είχε βάλει καρφιά στα μανίκια, στο κολάρο και στις επωμίδες. Η μάσκα ήταν λαστιχένια και θύμιζε λιωμένη σάρκα ενώ συνήθως φορούσε και περούκα. Πάντα κουβαλούσε φακό για να ρίχνει το φως του στα μάτια των θυμάτων. Έμπαινε στα σπίτια από παράθυρα και δρούσε από τις 10 το βράδυ ως τις 3 το πρωί. Το προφίλ και η περιγραφή δεν οδήγησαν κάπου ενώ οι επιθέσεις σταμάτησαν για δύο χρόνια.
Τον Απρίλιο του 1963 το «Κτήνος» έκανε την επανεμφάνιση του. Μπήκε σε σπίτι και άρπαξε έναν 9χρονο. Ακολούθησε το γνωστό modus operandi. Τον Νοέμβριο θύμα ήταν ένας 11χρόνος ενώ το 1964 έκανε δύο επιθέσεις. Άρπαξε ένα 10χρονο κορίτσι και ένα αγόρι της ίδιας ηλικίας. Ακολούθησαν ακόμα δύο χρόνια παύσης και οι κάτοικοι του νησιού πίστεψαν ότι το «Κτήνος» είχε πλέον εξαφανιστεί.
Η επιστολή και οι νέες επιθέσεις
Το 1966 όμως ο δράστης δήλωσε «παρών» μέσω επιστολής που έστειλε στην αστυνομία. Εκεί τόνιζε ότι δεν σκοπεύει να σταματήσει και προανήγγειλε νέες επιθέσεις. Τον Αύγουστο (1966) μπήκε σε σπίτι και βίασε μια 15χρονη. Για πρώτη φορά το σώμα του θύματος του ήταν γεμάτο γρατζουνιές. Πέρασαν τέσσερα ανενεργά χρόνια και το «Κτήνος» χτύπησε ξανά τον Αύγουστο του 1970. Θύμα ένας 14χρονος. «Ήταν στο δωμάτιο μου. Φορούσε μια τρομακτική μάσκα και έριχνε το φως του φακού στα μάτια μου. Μου είπε να μείνω ήσυχος γιατί αλλιώς κάποιος θα κάνει κακό στον πατέρα και τη μητέρα μου» θα καταθέσει το παιδί. Είχε και αυτός τις ίδιες γρατζουνιές με το θύμα του 1966.
Η σύλληψη
Το βράδυ της 10ης Ιουλίου 1970 δύο αστυνομικοί περιπολούσαν με το όχημα τους στο νησί. Σταμάτησαν σε ένα φανάρι όταν ένα αυτοκίνητο μάρκας Morris πέρασε δίπλα τους παραβιάζοντας το κόκκινο. Το καταδίωξαν και κατάφεραν να το σταματήσουν μέσα σε ένα χωράφι. Ο οδηγός βγήκε από το όχημα και άρχισε να τρέχει αλλά οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν. Φορούσε ένα παλτό με καρφιά στα μανίκια, στις επωμίδες και το κολάρο (αυτά προκαλούσαν τις γρατζουνιές στα σώματα των παιδιών). Στις τσέπες του βρήκαν έναν φακό, σχοινί, ταινία και ένα καπέλο. Ψάχνοντας το αυτοκίνητο εντόπισαν μια περούκα και την μάσκα. Το «Κτήνος» είχε επιτέλους πέσει στα χέρια των αρχών.
Διπλή ζωή
Ήταν ο Έντουαρντ Πέισνελ, 46 ετών. Ένας οικοδόμος που προερχόταν από πλούσια οικογένεια και θεωρούταν ήσυχος οικογενειάρχης. «Ερχόταν στο ορφανοτροφείο που εργαζόμουν ντυμένος Άγιος Βασίλης. Τα παιδιά τον λάτρευαν», θα πει η σύζυγος του. Ο Πέισνελ ζούσε διπλή ζωή. Την ημέρα φιλήσυχος οικογενειάρχης και το βράδυ κτήνος.
Στην ανάκριση αρνήθηκε αρχικά να ομολογήσει. Υποστήριζε ότι βιαζόταν γιατί πήγαινε σε ένα όργιο (!) και πως εκεί όλοι θα φορούσαν μάσκα. Σε έρευνα στο σπίτι του βρήκαν περούκες και φωτογραφίες σπιτιών σε όλο το νησί. Βρέθηκε επίσης ένας βωμός προς τιμή του Σατανά, ένα ξίφος και βιβλία σατανισμού και μαύρης μαγείας.
Τελικά ο Πέισνελ ομολόγησε τα πάντα. Είπε πως επέλεγε τα θύματα του χρόνια πριν τις επιθέσεις στα σπίτια τους. Έκανε έρευνα και ήξερε ακριβώς από πού θα μπει.
Το τέλος
Στις 29 Νοεμβρίου 1971 καταδικάστηκε για 13 βιασμούς. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 30 χρόνια κάθειρξη. Αποφυλακίστηκε το 1991 λόγω καλής διαγωγής. Έζησε για λίγο στο Τζέρσεϊ αλλά όλοι γνώριζαν ποιος είναι και τι είχε κάνει. Τελικά εγκαταστάθηκε στο νησί Γουάιτ όπου και πέθανε το 1994 από καρδιακή προσβολή. Το 2007 σε έρευνα που έγινε για τα ορφανοτροφεία στο νησί Τζέρσεϊ βρέθηκαν στοιχεία πως το «Κτήνος» έμπαινε το βράδυ στους κοιτώνες, άρπαζε και βίαζε παιδιά. Οι αρχές θεωρούν δεδομένο ότι τα εγκλήματα του είναι πολύ περισσότερα από τα 13 για τα οποία καταδικάστηκε.