Τις ολέθριες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή και τον κόσμο ολόκληρο από τις ηγεμονικές φιλοδοξίες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τα όνειρά του για αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιχειρεί να αναλύσει το περιοδικό Τime.
Στην ανάλυσή του ο καθηγητής Ιστορίας του φημισμένου αμερικανικού Πανεπιστημίου του Γέιλ, Άλαν Μίκαϊλ, ξεκινά παραθέτοντας πρόσφατες κινήσεις του Ερντογάν, από τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τζαμιά μέχρι την ανακοίνωση του εντοπισμού κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα και την υποδοχή της αντιπροσωπείας της Χαμάς στην Άγκυρα. «Όλες αυτές οι κινήσεις προβάλλουν το όραμα του Ερντογάν για την ισλαμική ισχύ στον πλανήτη. Η παλινόρθωση του Ισλάμ στο εσωτερικό της Τουρκίας πάει χέρι-χέρι με τη διασφάλιση φυσικών πόρων και την επιβολή της τουρκικής ισχύος στο εξωτερικό, αλλά και με την καταπίεση στο εσωτερικό. (…) Οι δημοκρατικοί άνθρωποι στην Τουρκία, στη Μέση Ανατολή και σε ολόκληρο τον κόσμο θα πρέπει να ανησυχούν», σημειώνει.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Ιστορίας, για να κατανοήσει κανείς την πολιτική ατζέντα του Ερντογάν και τις απόπειρες αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα πρέπει να γνωρίσει ποιον σουλτάνο έχει ως πρότυπο ο Τούρκος πρόεδρος: και αυτός είναι ο ένατος στη σειρά, σουλτάνος Σελίμ Α’ (γνωστός και ως Γιαβούζ). «O Σελίμ πέθανε πριν από πέντε αιώνες, το 1520 μ.Χ. Επί των ημερών του η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξελίχθηκε από μια περιφερειακή δύναμη σε μια τεράστια αυτοκρατορία. Για τον Ερντογάν ο σουλτάνος αυτός, πριν από μισή χιλιετία, εξυπηρετεί τις τωρινές του ανάγκες (…). Ο Σελίμ προσφέρει ένα πρότυπο στην Τουρκία για να γίνει μια παγκόσμια πολιτική και οικονομική δύναμη που θα ασκεί επιρροή από την Ουάσινγκτον μέχρι το Πεκίνο, συνθλίβοντας τους ξένους και τους εγχώριους αμφισβητίες. Βοηθά επίσης τον Ερντογάν να επιχειρηματολογήσει υπέρ του Ισλάμ ως πολιτιστικής και πολιτικής δεξαμενής δύναμης, ενός ζωτικού συστατικού του ένδοξου οθωμανικού παρελθόντος, το οποίο επιδιώκει να μιμηθεί στη σύγχρονη Τουρκία ενάντια στην κυρίαρχη κοσμική ελίτ που κρατούσε τα ηνία της χώρας από συστάσεώς της.
Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον εναγκαλισμό από τον Ερντογάν του οράματος του Σελίμ για την τουρκική πολιτική δύναμη. Αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό παράδειγμα ισχυρής πολιτικής που οδήγησε σε περιφερειακούς πολέμους, στην απόπειρα εξόντωσης των θρησκευτικών μειονοτήτων και στο μονοπώλιο των παγκόσμιων οικονομικών πόρων. Εκτός από τις προσπάθειές του να μονοπωλήσει τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Τουρκία, σήμερα λαμβάνει τη μορφή των στρατιωτικών περιπετειών του Ερντογάν στη Λιβύη, στη Συρία και στην Υεμένη. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν έχει κυνηγήσει τη σιιτική κοινότητα της Τουρκίας, τους Κούρδους, τους διανοούμενους, τους χριστιανούς, τους δημοσιογράφους, τις γυναίκες και τους αριστερούς. Ο Ερντογάν καλλιεργεί τη δική του σουνιτική θρησκευτικότητα για να τοποθετήσει το Ισλάμ στο επίκεντρο της εσωτερικής ατζέντας της Τουρκίας», υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Στο άρθρο επισημαίνεται ότι ενώ όλοι οι σύγχρονοι ηγέτες της Τουρκίας είχαν πάρει αποστάσεις από την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το Ισλάμ, σε μια προσπάθεια να προβάλουν ένα πιο «δυτικό», «κοσμικό» και «σύγχρονο» πρόσωπο της χώρας, ο Ερντογάν είναι ο πρώτος που αγκάλιασε ενεργά το οθωμανικό παρελθόν και την ισλαμική κληρονομιά της αυτοκρατορίας: «Με τη νίκη του Σελίμ επί των Μαμελούκων η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία της ένα κράτος στην πλειονότητά του μουσουλμανικό, αφού για πάνω από 200 χρόνια ο πληθυσμός του ήταν κυρίως ελληνορθόδοξοι. Έτσι ο Σελίμ έγινε ο πρώτος Οθωμανός σουλτάνος που πέρασαν στον έλεγχό του οι ιερότερες πόλεις του Ισλάμ, η Μέκκα και η Μεδίνα, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του χαλίφη και εδραιώνοντας τα παγκόσμια ισλαμικά διαπιστευτήρια της αυτοκρατορίας. Και αν ο Σελίμ ήταν ο πρώτος Οθωμανός που έγινε ταυτόχρονα σουλτάνος και χαλίφης, ο Ερντογάν είναι ο πρώτος δημοκρατικός ηγέτης που ισχυρίζεται ότι κατέχει και τους δύο τίτλους».
Και ο καθηγητής Ιστορίας του Γέιλ καταλήγει: «Ο Ερντογάν και οι συνάδελφοί του στο ισλαμικό κόμμα αυτοχαρακτηρίζονται “εγγόνια” των Οθωμανών. Ο Ερντογάν παρακάμπτει σκόπιμα μια γενιά -αυτή των δημοκρατικών ιδρυτών της Τουρκίας από το 1923- για να κάνει ένα άλμα πίσω στον χρόνο, όταν οι Οθωμανοί κυβερνούσαν τον κόσμο με το ιδιαίτερο μείγμα τουρκικής – σουνιτικής πολιτικής, μέχρι την εποχή του Σελίμ, όταν πόλεμοι και εγχώρια καταστολή οδήγησαν στον πλούτο και την εδαφική ισχύ. Η αναδημιουργία ενός πολιτικού προγράμματος παρόμοιου με εκείνου του Σελίμ συνιστά επικίνδυνη προοπτική για την Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και ολόκληρο τον κόσμο. Για να ξαναγίνει η Τουρκία οθωμανική χρειάζεται και πάλι το είδος της βίας, της λογοκρισίας και της βιτριολικής συμπεριφοράς που ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει».