Δριμεία κριτική στην ελληνική κυβέρνηση ασκεί με εκτενές σχόλιό της για την πορεία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Σε άρθρο της με τίτλο «η Αθήνα παραπλανά τους δανειστές» η εφημερίδα της Φρανκφούρτης εκτιμά ότι «επειδή η κυβέρνηση στην Ελλάδα αναβάλλει τις εδώ και καιρό μεταρρυθμίσεις, υπάρχει ο κίνδυνος ανώμαλης προσγείωσης. Διότι το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης και δανεισμού για την Ελλάδα εκπνέει το 2018. Η χώρα απέχει ακόμη πολύ από έναν ελάχιστο βαθμό οικονομικής εξυγίανσης», σημειώνει η FAZ, εκτιμώντας ότι σήμερα είναι αμφίβολο ότι το ελληνικό κράτος θα μπορεί να αναλάβει ξανά την πλήρη διαχείριση της οικονομίας μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος.
«Διότι γι’ αυτό θα έπρεπε η κυβέρνηση να έχει ανανεώσει ριζικά τον κρατικό μηχανισμό και να έχει ενισχύσει τις αναπτυξιακές δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας». Αυτές οι δύο δράσεις, τονίζει η γερμανική εφημερίδα, προβλέφθηκαν με λεπτομέρεια στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης και αποτελούν δέσμευση των ελληνικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αλλαγές «δεν έχουν γίνει ακόμα», παρατηρεί η FAZ και σχολιάζει: «Από εθνικιστικό πείσμα και λαϊκισμό, κυρίως όμως εξαιτίας των δεσμεύσεων απέναντι στις πελατειακές ομάδες τους, ούτε η συντηρητική κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά ούτε το ακροαριστερό υπουργικό συμβούλιο του Αλέξη Τσίπρα ταυτίστηκαν με τους μεταρρυθμιστικούς όρους».
Παρ’ όλα αυτά, όπως εκτιμά η FAZ, «κανείς Ευρωπαίος πολιτικός δεν επιθυμεί φέτος ένα νέο δράμα γύρω από την Ελλάδα, ούτε καν ο Αλέξης Τσίπρας. Ως εκ τούτου οι εταίροι θα αρκεστούν σε μερικές συμβολικές μεταρρυθμιστικές δράσεις και κατά τα άλλα θα επικεντρωθούν σε δημοσιονομική αριθμητική», εκτιμά ο σχολιαστής, τονίζοντας ότι «σύντομα θα είναι πολύ αργά για να αναπληρωθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν παραμεληθεί», ενώ επιρρίπτει στον Έλληνα πρωθυπουργό και στους κομματικούς του συντρόφους ότι «εξακολουθούν να κάνουν τα πάντα προκειμένου να παρεμποδίσουν τις διαθέσεις ανάκαμψης και τις επενδύσεις».
Γκάμπριελ και Σουλτς αλλάζουν ρόλους
Για αλλαγή ρόλων μεταξύ του σοσιαλδημοκράτη Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και του υποψήφιου καγκελαρίου των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς σε ό,τι αφορά τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα κάνει λόγο η Süddeutsche Zeitung, παρατηρώντας ότι «σε αντίθεση με τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο Μάρτιν Σουλτς στηρίζει τώρα την πολιτική της Μέρκελ για την Ελλάδα».
Η εφημερίδα του Μονάχου αναφέρεται σε χθεσινές δηλώσεις του Μάρτιν Σουλτς στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε σε μέλη της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών στο Βερολίνο, όπου άφησε να εννοηθεί ότι σε περίπτωση εκλογής του «θα άλλαζε λίγα πράγματα σε σχέση με την πολιτική της καγκελαρίου Μέρκελ». Όπως σχολιάζει η SZ, «ενώ ο Γκάμπριελ ήθελε κάποια στιγμή να πετάξει την Ελλάδα έξω από το ευρώ (…) εμφανίζεται τώρα ως φίλος των Ελλήνων και γενναιόδωρος Ευρωπαίος. Απεναντίας ο Σουλτς, ο οποίος ως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου επέκρινε επί σειρά ετών την πολιτική της Μέρκελ για τη διάσωση του ευρώ, τώρα υποστηρίζει σθεναρά την πολιτική εκείνης της γερμανικής κυβέρνησης, στην οποία του είναι τόσο σημαντικό να μην ανήκει ως υπουργός».
Όπως σχολιάζει κλείνοντας η εφημερίδα του Μονάχου, «μάλλον τουλάχιστον μερικοί Έλληνες θα προτιμούσαν στο μεταξύ ως καγκελάριο τον Γκάμπριελ».
Η πολιτική Documenta της Αθήνας
Εντυπώσεις από τη φετινή έκθεση Documenta, που εγκαινιάστηκε το περασμένο Σάββατο στην Αθήνα, μεταφέρει ο γερμανικός Τύπος. Πολλοί αρθρογράφοι εστιάζουν στον έντονα πολιτικό χαρακτήρα της κορυφαίας έκθεσης τέχνης. Όπως σημειώνει η Frankfurter Rundschau στην ηλεκτρονική της έκδοση, «είναι ένα πείραμα: Για πρώτη φορά η Documenta δεν διεξάγεται μόνο στο Κάσελ (σ.σ. τη φυσική της έδρα), αλλά αρχικά στην Αθήνα. Η αρχή ήταν ήδη γεμάτη με περφόρμανς». Η εφημερίδα της Φρανκφούρτης σχολιάζει ότι «το Κάσελ κάνει διακοπές στον Νότο» και αναφέρεται μεταξύ άλλων στα εγκαίνια της έκθεσης παρουσία του Γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος δήλωσε ότι «η Documenta δεν ήταν ποτέ ένα πεδίο όπου ένιωθαν άνετα οι πολιτικοί. (…) Αυτό το χαρακτηριστικό επιδιώκεται να διατηρηθεί και υπό τον καλλιτεχνικό διευθυντή ( σ.σ. Άνταμ Σίμτσικ) της σημερινής έκθεσης», σημειώνεται.
«Τέχνη και πολιτική: η Documenta 14 ανανεώνει αυτό το σχήμα», γράφει σε σχόλιό της η Neue Osnabrücker Zeitung. Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων, ο Άνταμ Σίμτσικ «ανανεώνει με τη δική του οργανωτική δομή για την Documenta στην Αθήνα και το ερώτημα περί πολιτικής σημασίας της τέχνης. Οι συμμαχίες της με την πολιτική δεν ήταν πάντα ευτυχείς επειδή οδήγησαν σε υπερβολικές απαιτήσεις. Ωστόσο, συναρπάζει η ιδέα μέσω της μεταφοράς της έκθεσης στο εξωτερικό να αλλάξει ο τρόπος που η κοινή γνώμη βλέπει την Ευρώπη».
«Αντικαπιταλιστική ματιά»
Η Berliner Zeitung αναφέρει ότι «η Documenta 14 έχει ανοίξει και μαζί με αυτήν άνοιξε και η συζήτηση για μια τέχνη που μεταλλάσσεται ολοένα περισσότερο σε πολιτικό ισχυρισμό. Θέση αντί για θέαση, τύποι αντί για φόρμες», σχολιάζει η εφημερίδα του Βερολίνου, επισημαίνοντας την «αντικαπιταλιστική ματιά» της έκθεσης στην Αθήνα. Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων, «η Documenta είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής κρατικών επιχορηγήσεων που προέκυψε από τη σκέψη ότι ειδικά η σύγχρονη τέχνη μπορεί να συνεισφέρει το μερίδιό της για τη σταθεροποίηση μιας εύθραυστης δημοκρατίας, κάτι που αναμφίβολα ήταν η Γερμανία το 1955, έτος ίδρυσης της Documenta. Δεν είναι η εκτίμηση αυτή ειδικά σήμερα και πάλι άκρως επίκαιρη;» διερωτάται η Berliner Zeitung.
Σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα, η ηλεκτρονική έκδοση της Hannoversche Allgemeine Zeitung καταθέτει τη δική της άποψη: «Αυτή η Documenta είναι ιδιαίτερα πολιτική. Μαρτυρά το τέλος της άνεσης και μια σκληρή πραγματικότητα που δεν νοιάζεται για συνοριακές γραμμές. Φυγή και εκτοπισμός είναι τα κεντρικά θέματα της έκθεσης, ενώ εξετάζονται ζητήματα όπως η ταυτότητα και το ανήκειν (σ.σ. π.χ. σε μια κοινότητα). Επίσης εξετάζονται κρίσεις, πόλεμοι και οι απαρχές τους, τις οποίες οι δημιουργοί εντοπίζουν στον ‘νεοαποικισμό’ και τον ‘νεοφιλελευθερισμό’. Πολλοί Έλληνες πάντως καθιστούν υπεύθυνο για την φτωχοποίησή τους τον Γερμανό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τη γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική», σημειώνει η εφημερίδα του Ανοβέρου.
Πηγή: Deutsche Welle