15 Απριλίου 1968. Ένα στυγερό έγκλημα συγκλονίζει την Ελλάδα. Μια γυναίκα με δάκρυα στα μάτια φθάνει στο αστυνομικό τμήμα της Πλαταριάς και ζητά να δει τον αξιωματικό υπηρεσίας.
Η Λαμπρινή Πάντου υποστηρίζει πως ο κουνιάδος της δεν έφυγε για την Γερμανία, αλλά είναι νεκρός.
Ο Χαρίσης Πάντος είχε απασχολήσει το τμήμα, αφού η γυναίκα του δήλωσε την εξαφάνισή του, αλλά λίγες ημέρες μετά παρουσίασε ένα γράμμα που έλεγε πως φεύγει για Γερμανία να εργαστεί και δεν ξέρει πότε θα γυρίσει.
Το γράμμα στάλθηκε από τα Γιάννενα, και οι αστυνομικές αρχές εκεί επιβεβαίωσαν πως ο αγνοούμενος όντως είχε διανυκτερεύσει σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής.
Η Λαμπρινή επιμένει πως πρέπει να ψάξουν, γιατί είναι σίγουρη πως τον σκότωσαν η σύζυγός του και ο εραστής, αγροφύλακας της περιοχής.
Καλούν την σύζυγο για ανάκριση ταυτόχρονα με τον αγροφύλακα. Η ίδια υποστηρίζει πως η κουνιάδα του άνδρα της προσπαθεί να την ενοχοποιήσει γιατί είχαν ερωτικές σχέσεις με τον άνδρα της.
Το ίδιο ισχυρίζεται και ο αγροφύλακας. Το ζευγάρι έχει συνεννοηθεί και δεν σπάει στην ανάκριση.
Όμως η μπλόφα ενός αστυνομικού, αποκάλυψε το φρικτό έγκλημα. Της λέει πως ο εραστής της τα ομολόγησε όλα και πως υπέγραψε κατάθεση που λέει πως αυτή τον σκότωσε και αυτή απλά τον βοήθησε να τον θάψουν.
Η σύζυγος έξαλλη, προδωμένη και θυμωμένη φωνάζει εκτός εαυτού, «Μαζί τον σκοτώσαμε».
Η ομολογία της είχε μόλις προδώσει το μυστικό τους. «Ψέματα! Μαζί τον σκοτώσαμε. Εκείνος τον κράταγε και εγώ τον έπνιξα»
Υπέδειξε και το σημείο όπου τον έθαψαν τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας.
Το ζευγάρι καταδικάστηκε σε ισόβια και κατά τη διάρκεια της δίκης 120 άτομα από το χωριό προσπάθησαν να τους λιντσάρουν.