Ήταν 26 Απριλίου του 1986 όταν συνέβη το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ στον αντιδραστήρα 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας. Από το ατύχημα πέθαναν επιτόπου 2 από τους εργάτες του σταθμού. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στον χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι έως το 2004. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα.
Η καταστροφή που προκάλεσε το ατύχημα φάνηκε από τις μετέπειτα συνέπειες του: ο χώρος εκκενώθηκε, έγινε μια μεγάλη διαρροή ραδιενέργειας, πολλοί άνθρωποι εκτέθηκαν σε ραδιενέργεια και εργάτες εγκατέλειψαν τον τόπο εργασίας τους.
Το εργοστάσιο στο Τσερνόμπιλ
Ο Πυρηνικός Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ, βρίσκεται στην εγκαταλελειμμένη πλέον κωμόπολη Πρυπιάτ της Ουκρανίας. Λόγω της εκκένωσης του εδώ και χρόνια, είναι γνωστή και ως Πόλη – Φάντασμα. Το εργοστάσιο που πήρε το όνομά του από την πόλη του Τσερνόμπιλ, μπήκε σε λειτουργία για τη Σοβιετική Ένωση το 1977 ως πρότυπο πυρηνικό εργοστάσιο. Στις 26 Απριλίου του 1986 σημειώθηκε στο εργοστάσιο το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ και είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο θάνατο δεκάδων και την εκτεταμένη επιβάρυνση του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Το εργοστάσιο λειτουργούσε ως τον Δεκέμβριο του 2000 εξαιτίας μεγάλης ενεργειακής ζήτησης στην Ουκρανία.
Το πρόγραμμα δοκιμών στον αντιδραστήρα 4
Κατά τη λειτουργία ενός αντιδραστήρα, ένα σημαντικό ποσοστό της παραγόμενης ισχύος (περίπου 7%) δεν προέρχεται από τη σχάση του καυσίμου, αλλά από τη ραδιενεργή διάσπαση των προϊόντων της πυρηνικής αντίδρασης. Η ραδιενεργή διάσπαση συνεχίζει για αρκετό χρόνο μετά τη διακοπή της πυρηνικής σχάσης (π.χ., σε περίπτωση απενεργοποίησης του αντιδραστήρα), με αποτέλεσμα να απαιτείται συνεχής ψύξη μετά την απενεργοποίηση, προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή του αντιδραστήρα.
Για την ψύξη των αντιδραστήρων μετά την απενεργοποίηση, το εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ διέθετε τρεις εφεδρικές ντιζελογεννήτριες ισχύος 5,5MW. Ωστόσο, οι γεννήτριες αυτές απαιτούσαν διάστημα περίπου 60 με 75 δευτερολέπτων προκειμένου να ανεβάσουν στροφές και να σταθεροποιηθεί η παραγωγή τους. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ο αντιδραστήρας θα παρέμενε χωρίς ψύξη για το διάστημα αυτό, γεγονός που αποτελούσε πηγή σοβαρού κινδύνου.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος είχε προταθεί η αξιοποίηση της διαθέσιμης ενέργειας του ατμοστροβίλου κατά τη στιγμή της απενεργοποίησης (κινητική ενέργεια των περιστρεφόμενων τμημάτων του στροβίλου και της γεννήτριας). Η ιδέα αυτού του συστήματος είχε προβλεφθεί και είχε περιληφθεί ως ενδεχόμενη λειτουργία στον σχεδιασμό των αντιδραστήρων RBMK-1000 που χρησιμοποιούσε το Τσερνόμπιλ.
Η αρχική δοκιμή ενός τέτοιου συστήματος έγινε το 1982, ωστόσο αποδείχθηκε αναποτελεσματική, καθώς η τάση διέγερσης δεν επαρκούσε για την παραγωγή αξιοποιήσιμης ενέργειας κατά την επιβράδυνση της γεννήτριας. Το σύστημα ανασχεδιάστηκε και δοκιμάστηκε ξανά το 1984 και το 1985, και πάλι ανεπιτυχώς. Μία νέα δοκιμή σχεδιάστηκε να γίνει το 1986, κατά την απενεργοποίηση του αντιδραστήρα 4 για προγραμματισμένη συντήρηση. Η βασική ιδέα σχετικά με τη δοκιμή του 1986 ήταν η πραγματοποίηση του ελέγχου σε συνθήκες όσο πιο κοντά σε πραγματικές γίνεται. Εφόσον επανεξετάστηκε για άλλη μια φορά, προγραμματίστηκε ο έλεγχος να ξεκινήσει από τις 25 Απριλίου του 1986.
Το ατύχημα
Η δοκιμή κατέληξε στο τραγικό δυστύχημα, που συνέβη στη 01:26 ώρα Μόσχας, ξημερώματα Σαββάτου 26 Απριλίου 1986. Εκείνη την ώρα στο εργοστάσιο βρίσκονταν περίπου 200 εργαζόμενοι των οποίων οι ενασχολήσεις σχετίζονταν με την ομαλή λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων 1, 2 και 3, καθώς και με το πρόγραμμα ελέγχου που λάμβανε χώρα στον αντιδραστήρα 4 όπου και σημειώθηκε η έκρηξη. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου υπήρχαν άλλοι εργάτες οι οποίοι δούλευαν σε νυχτερινή βάρδια για την κατασκευή των αντιδραστήρων 5 και 6 που επρόκειτο να λειτουργήσουν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
Η δοκιμή θα γινόταν στον έναν από τους δύο στροβίλους που τροφοδοτούσε ο αντιδραστήρας 4, και προβλεπόταν να ακολουθήσει την εξής πορεία: Ο αντιδραστήρας θα ετίθετο σε χαμηλή ισχύ (περί τα 700MW) και η γεννήτρια θα εργαζόταν σταθερά, σε πλήρη ταχύτητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η παροχή ατμού θα διακοπτόταν, και θα ελεγχόταν κατά πόσο το σύστημα θα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία τις αντλίες ψύξης μέχρι την εκκίνηση των εφεδρικών γεννητριών.
Οι κατάλληλες συνθήκες για τη διεξαγωγή της δοκιμής επιτεύχθηκαν πριν την πρωινή βάρδια της 25 Απριλίου του 1986. Οι εργαζόμενοι της βάρδιας ήταν ενημερωμένοι και είχαν εξοικειωθεί με τις διαδικασίες της δοκιμής. Μία ομάδα ηλεκτρολόγων μηχανικών βρισκόταν επί τόπου για να επιτηρήσει τη λειτουργία του νέου συστήματος διέγερσης της γεννήτριας. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, στις 01:26΄ ξεκίνησε η προοδευτική μείωση της ισχύος του αντιδραστήρα, και η ισχύς έπεσε στο 50% (1600MW), την ώρα που αναλάμβανε η πρωινή βάρδια.
Σε αυτή τη φάση, μία άλλη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής στην περιοχή βγήκε απρόσμενα εκτός λειτουργίας, και ο ελεγκτής του δικτύου ζήτησε από το εργοστάσιο Τσερνόμπιλ να αναπληρώσει την απώλεια ισχύος. Ο διευθυντής του Τσερνόμπιλ ανταποκρίθηκε, και διέταξε να καθυστερήσει η δοκιμή. Ωστόσο, όλες οι διεργασίες για την προετοιμασία της δοκιμής -εκτός από εκείνες που θα επηρέαζαν την παραγωγή ισχύος- συνεχίστηκαν κανονικά, περιλαμβανομένης και της απενεργοποίησης του συστήματος ψύξης έκτακτης ανάγκης.
Στις 23:04΄ ο ελεγκτής του δικτύου επέτρεψε τη μείωση της ισχύος, και τη συνέχιση της δοκιμής. Στο μεταξύ, η πρωινή βάρδια είχε αποχωρήσει, και η απογευματινή βάρδια πλησίαζε προς το τέλος του ωραρίου. Η νυχτερινή βάρδια θα αναλάμβανε καθήκοντα μετά τα μεσάνυχτα, κι ενώ η διαδικασία της δοκιμής θα είχε ξεκινήσει. Ωστόσο, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η δοκιμή θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί, και η νυχτερινή βάρδια απλώς θα επιτηρούσε την ψύξη του απενεργοποιημένου αντιδραστήρα. Υπεύθυνος της νυχτερινής βάρδιας ήταν ο Αλεξάντρ Ακίμωφ, ενώ υπεύθυνος για τον χειρισμό του αντιδραστήρα ήταν ο Λεονίντ Τοπτούνοφ, ένας νέος μηχανικός με τρίμηνη εμπειρία.
Κατά την αλλαγή βάρδιας έγινε ταχύτατα η περαιτέρω μείωση της ισχύος του αντιδραστήρα κάτω του 50%. Η ισχύς των 700MW επιτεύχθηκε στις 00:05 της 26 Απριλίου. Ωστόσο, λόγω των παραπροϊόντων της σχάσης, και κυρίως λόγω του Ξένου 135 που απορροφά νετρόνια, η ισχύς συνέχισε να πέφτει. Το Ξένο 135 προκύπτει από το Ιώδιο 135 και μετατρέπεται σε Ξένο 136 προσλαμβάνοντας νετρόνια από αυτά που παράγονται με τη σχάση του καυσίμου. Υπό σταθερές συνθήκες λειτουργίας, η παραγωγή και η μετατροπή του Ξένου 135 σε Ξένο 136 βρίσκονται σε ισορροπία. Ωστόσο, κατά την ταχεία μείωση της ισχύος του αντιδραστήρα, η ήδη υπάρχουσα ποσότητα ιωδίου 135 συνεχίζει να μετατρέπεται να σε Ξένο 135, ενώ το μειωμένο πλήθος των διαθέσιμων νετρονίων δεν επαρκεί για τη μετατροπή του Ξένου 135 σε Ξένο 136. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κι ενώ η ισχύς είχε ήδη πέσει κάτω από τα επιθυμητά επίπεδα -στα 500MW- ο Τοπτούνοφ από λάθος κατέβασε τις ράβδους ελέγχου ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα η ισχύς να πέσει στα 30MW.
Ο αντιδραστήρας πλέον παρήγαγε 95% λιγότερη ισχύ από ο,τι ήταν αρχικά ορισμένο για τη διεξαγωγή της δοκιμής. Το προσωπικό της αίθουσας ελέγχου επέλεξε να αποκαταστήσει την ισχύ του αντιδραστήρα παρακάμπτοντας το αυτόματο σύστημα ρύθμισης των ράβδων ελέγχου, και ανεβάζοντας τις ράβδους χειροκίνητα. Μετά από μερικά λεπτά η θερμική ισχύς άρχισε να αυξάνει, και σταθεροποιήθηκε στα 160~200MW. Η περαιτέρω αύξηση της ισχύος ήταν αδύνατη, παρότι οι περισσότερες ράβδοι ελέγχου ήταν πλήρως σηκωμένες, λόγω της μεγάλης ποσότητας Ξένου 135 που είχε συσσωρευτεί κατά τη λειτουργία στα 30MW. Η λειτουργία του αντιδραστήρα υπό αυτές τις συνθήκες (περιορισμός της ισχύος λόγω του Ξένου 135) συνοδεύεται από μεταβαλλόμενη παραγωγή νετρονίων και διακυμάνσεις στη θερμοκρασία. Στην αίθουσα ελέγχου άρχισαν να ενεργοποιούνται σήματα κινδύνου σχετικά με την παροχή του νερού τροφοδοσίας, τη στάθμη του νερού στους διαχωριστές ατμού, τις βαλβίδες ασφαλείας που απελευθέρωναν τον περίσσιο ατμό απευθείας στον συμπυκνωτή, και τον ελεγκτή ισχύος των νετρονίων.
Το πρώτο δεκάλεπτο (00:35 – 00:45) τα σήματα κινδύνου αγνοήθηκαν, προκειμένου να αυξηθεί η ισχύς του αντιδραστήρα. Όταν η ισχύς έφτασε στα 200MW, οι προετοιμασίες για τη δοκιμή συνεχίστηκαν.
Στο πλαίσιο της δοκιμής, ενεργοποιήθηκαν στις 01:05 συμπληρωματικές αντλίες νερού ψύξης. Η αυξημένη ροή ψυκτικού είχε ως συνέπεια τη μείωση τις πίεσης του ατμού, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί η ένδειξη μειωμένης πίεσης στους διαχωριστές, στις 01:19. Παράλληλα, η αυξημένη ροή νερού οδήγησε σε μείωση των φυσαλίδων ατμού μέσα στον αντιδραστήρα. Αυτό είχε ως συνέπεια την επιβράδυνση της σχάσης, καθώς το νερό απορροφά νετρόνια. Το προσωπικό της αίθουσας ελέγχου αντέδρασε κλείνοντας δύο από τις αντλίες νερού, προκειμένου να αυξηθεί η πίεση, και σηκώνοντας χειροκίνητα περισσότερες ράβδους ελέγχου, προκειμένου να αυξηθεί η ισχύς.
Ο αντιδραστήρας βρισκόταν πλέον σε ασταθή κατάσταση. Σχεδόν όλες οι ράβδοι ελέγχου είχαν αφαιρεθεί (απέμεναν κατεβασμένες 18 ράβδοι, έναντι 28 που θα έπρεπε να είναι πάντα κατεβασμένες για λόγους ασφαλείας). Το αυτόματο σύστημα ελέγχου των ράβδων, και διάφορα άλλα αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου του αντιδραστήρα είχαν απενεργοποιηθεί, και η ροή του νερού ψύξης είχε μειωθεί, επιτρέποντας εκ νέου τη δημιουργία ατμού μέσα στον αντιδραστήρα.
Στις 1:23:04, ξεκίνησε η δοκιμή, με τη διακοπή της παροχής ατμού στους στροβίλους. Οι εφεδρικές ντιζελογεννήτριες θα συνδέονταν στο σύστημα στις 1:23:43. Στο μεσοδιάστημα, οι τέσσερις από τις οκτώ αντλίες ανακυκλοφορίας που βρισκόντουσαν σε λειτουργία θα τροφοδοτούταν από τις γεννήτριες της μονάδας, που λόγω αδράνειας συνέχιζαν την περιστροφή τους. Ωστόσο, καθώς η ταχύτητα περιστροφής των γεννητριών μειωνόταν, μειωνόταν και η παροχή του νερού ψύξης. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία περισσότερων φυσαλίδων ατμού στον αντιδραστήρα.
Καθώς η διαμόρφωση του αντιδραστήρα ήταν ασταθής, η μείωση της απορρόφησης νετρονίων λόγω της αύξησης της ποσότητας του ατμού ξεκίνησε μία διαδικασία θετικής ανάδρασης, όπου η αύξηση του ατμού οδηγεί σε αύξηση της ισχύος, και η αύξηση της ισχύος σε παραγωγή περισσότερων φυσαλίδων ατμού. Κατά τη διάρκεια τις δοκιμής το αυτόματο σύστημα ελέγχου ανταποκρίθηκε στο φαινόμενο αυτό, κατεβάζοντας ράβδους ελέγχου για να μειώσει την ισχύ. Ωστόσο, λόγω των χειροκίνητων χειρισμών που προηγήθηκαν, το σύστημα ήλεγχε μόνο 12 από τις 211 ράβδους ελέγχου.
Στις 1:23:40 ενεργοποιήθηκε το σύστημα επείγουσας απενεργοποίησης του αντιδραστήρα. Το σύστημα αυτό κατεβάζει πλήρως όλες τις ράβδους, παρακάμπτοντας κάθε άλλη ρύθμιση, αυτόματη ή χειροκίνητη, και οδηγεί σε πλήρη απενεργοποίηση του αντιδραστήρα. Δεν είναι γνωστό ποιος πίεσε το κομβίο του συστήματος, ούτε αν αυτό έγινε για να αντιμετωπιστεί η ανεξέλεγκτη αύξηση της ισχύος ή ως μία τυπική διαδικασία για το σβήσιμο του αντιδραστήρα με την ολοκλήρωση της δοκιμής.
Η εισαγωγή των ράβδων ελέγχου (μήκους 7 μέτρων) γινόταν με ταχύτητα 40 εκατοστών ανά δευτερόλεπτο, και διαρκούσε περίπου 20 δευτερόλεπτα. Οι ράβδοι ελέγχου περιείχαν καρβίδιο του βορίου, το οποίο απορροφά τα νετρόνια, και καταστέλλει τη σχάση του καυσίμου. Ωστόσο, το άκρο των ράβδων ελέγχου ήταν από γραφίτη, ο οποίος είναι επιβραδυντής νετρονίων. Ο σχεδιασμός αυτός, που σκοπό είχε να βελτιώσει την απόκριση του αντιδραστήρα στη μετακίνηση των ράβδων, προκαλούσε παροδική αύξηση της ισχύος κατά την επείγουσα απενεργοποίηση. Η δυσλειτουργία αυτή είχε διαπιστωθεί ήδη από το 1983, και οφείλεται στο ότι καθώς οι ράβδοι κατεβαίνουν μαζικά, υπάρχει ένα τμήμα του αντιδραστήρα στο οποίο το νερό (που απορροφά νετρόνια) αντικαθίσταται από γραφίτη (που επιβραδύνει τα νετρόνια).
Λίγα δευτερόλεπτα μετά την πίεση του κομβίου του συστήματος επείγουσας απενεργοποίησης, όλα μαζί τα άκρα των ράβδων ελέγχου εισήλθαν ανάμεσα στις στήλες καυσίμου, προκαλώντας ραγδαία αύξηση της ισχύος. Η ισχύς του αντιδραστήρα ανέβηκε μέσα σε τρία δευτερόλεπτα στα 530MW, και ορισμένες στήλες καυσίμου έσπασαν από την υπερθέρμανση, μπλοκάροντας τις ράβδους ελέγχου. Ακολούθησε μία ανεξέλεγκτη αύξηση της ισχύος και της πίεσης του ατμού, με την τελευταία ένδειξη στην αίθουσα ελέγχου να δείχνει 33.000 μεγαβάτ, δέκα φορές περισσότερο από την ονομαστική ισχύ του αντιδραστήρα. Το περίβλημα από τις στήλες καυσίμου καταστράφηκε, και δισκία καυσίμου διασκορπίστηκαν μέσα στον αντιδραστήρα, ενώ ο ίδιος ο αντιδραστήρας εξερράγη από την πίεση του ατμού. Από την έκρηξη καταστράφηκε το κτήριο του αντιδραστήρα, κι έσπασαν πολλές σωληνώσεις από το κύκλωμα ψύξης, ενώ διέφυγε στην ατμόσφαιρα σημαντική ποσότητα ραδιενεργών υλικών. Δύο με τρία δευτερόλεπτα αργότερα ακολούθησε μία δεύτερη, ισχυρότερη έκρηξη. Η πηγή της δεύτερης έκρηξης δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με μία υπόθεση, ενδέχεται να οφείλεται στο υδρογόνο που παρήχθη από την αντίδραση του Ζιρκόνιου των στηλών καυσίμου με τον υπέρθερμο ατμό. Ωστόσο η αναλογία των ισοτόπων Ξένου που μετρήθηκαν μετά το συμβάν δείχνει ότι πρόκειται για πυρηνική έκρηξη, που προκλήθηκε όταν κάποιο τμήμα του πυρήνα κατέστη υπερκρίσιμο.
Από την έκρηξη ο κατεστραμμένος πυρήνας του αντιδραστήρα διασκορπίστηκε, και υπέρθερμα κομμάτια γραφίτη εκτινάχτηκαν στην ατμόσφαιρα, ανάβοντας αρκετές φωτιές γύρω από το εργοστάσιο, καθώς και στην οροφή του κτηρίου ελέγχου. Εξάλλου, και ο ίδιος ο αντιδραστήρας άρχισε να φλέγεται. Από τις εκρήξεις και τη φωτιά απελευθερώθηκαν στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες ραδιενεργών ουσιών.
Αίτια του ατυχήματος
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ προήλθε από μια σειρά μη προβλεπόμενων χειρισμών και λαθών, και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε σχεδιαστικές ατέλειες του αντιδραστήρα RBMK-1000, που χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο.
Σύμφωνα με την επανεκτίμηση του ατυχήματος από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας που έγινε το 1992 (INSAG-7), οι ακόλουθοι παράγοντες μπορεί να προκάλεσαν το Πυρηνικό Ατύχημα στο Τσερνόμπιλ:
Ο αντιδραστήρας είχε επικίνδυνα μεγάλο θετικό συντελεστή κενού. Ο συντελεστής κενού εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αντιδραστήρας όταν στο νερό ψύξης που έχει στο εσωτερικό του δημιουργηθούν φυσαλίδες ατμού. Οι περισσότεροι αντιδραστήρες έχουν αρνητικό συντελεστή κενού, όμως οι αντιδραστήρες γραφίτη -όπως αυτός του Τσερνόμπιλ- έχουν θετικό συντελεστή.
Πιο σημαντικό σφάλμα θεωρείται η χρήση γραφίτη στο άκρο των ράβδων ελέγχου. Με τον σχεδιασμό αυτό, όταν οι ράβδοι κατεβαίνουν από την ανώτατη δυνατή θέση, η ισχύς του αντιδραστήρα αυξάνει για μερικά δευτερόλεπτα. Οι χειριστές του αντιδραστήρα δεν ήταν ενήμεροι για αυτή τη συμπεριφορά.
Επίπεδα ραδιενέργειας
Η κλίμακα της καταστροφής ενισχύθηκε από την έλλειψη εκπαίδευσης και εξοπλισμού του προσωπικού του εργοστασίου, η οποία οδήγησε σε σοβαρά λάθη εκτίμησης της πραγματικής κατάστασης. Τα επίπεδα ραδιενέργειας στις πλέον μολυσμένες περιοχές του εργοστασίου έχει υπολογιστεί ότι έφτασαν τα 5,6 Ρέντγκεν ανά δευτερόλεπτο (Ρ/δ), (τα Ρέντγκεν είναι μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας), τα οποία ισοδυναμούν με 20.000 Ρέντγκεν ανά ώρα (Ρ/ω). Καθώς η θανάσιμη δόση είναι 500 Ρέντγκεν σε 5 ώρες, μη προστατευμένοι εργαζόμενοι έλαβαν μοιραίες δόσεις μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Εντούτοις την ώρα της καταστροφής οι εργαζόμενοι δεν ήξεραν τα πραγματικά επίπεδα ραδιενέργειας.
Ένα δοσίμετρο με δυνατότητα μέτρησης έως 1000 Ρ/δ δεν ήταν προσβάσιμο λόγω της έκρηξης, ενώ ένα δεύτερο δεν λειτούργησε όταν προσπάθησαν να το χρησιμοποιήσουν. Τα υπόλοιπα δοσίμετρα είχαν όριο μέτρησης τα 0,001 Ρ/δ και κατά συνέπεια έδειχναν «μέτρηση εκτός κλίμακας». Έτσι το προσωπικό του αντιδραστήρα μπορούσε μόνο να βεβαιώσει ότι η ακτινοβολία ήταν μεγαλύτερη των 0,001 Ρ/δ (3,6 Ρ/ω), ενώ τα πραγματικά επίπεδα ήταν, σε ορισμένες περιοχές, 5.600 φορές υψηλότερα.
Εξαιτίας των λανθασμένων μετρήσεων, ο επικεφαλής του προσωπικού του αντιδραστήρα, Αλεξάντερ Ακίμοβ, υπέθεσε ότι ο αντιδραστήρας ήταν ανέπαφος. Τα κομμάτια γραφίτη και πυρηνικής καύσιμης ύλης γύρω από το κτίριο αγνοήθηκαν και οι μετρήσεις ενός νέου δοσίμετρου το οποίο έφτασε στις 4:30 π.μ. απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι και αυτό ήταν ελαττωματικό. Ο Ακίμοβ έμεινε με τους άντρες του στο κτίριο του αντιδραστήρα μέχρι το πρωί, προσπαθώντας να αντλήσει νερό στον αντιδραστήρα. Κανείς τους δεν φορούσε προστατευτικές στολές και οι περισσότεροι, ανάμεσά τους και ο Ακίμοβ, πέθαναν από έκθεση σε ακτινοβολία μέσα σε τρεις εβδομάδες. Σημειώνεται ότι η έκθεση σε ραδιενέργεια είναι επιβλαβής για τον οργανισμό σε μεγάλες ποσότητες.
Έλεγχος της πυρκαγιάς
Λίγο μετά το ατύχημα, έφτασαν επιτόπου πυροσβέστες οι οποίοι προσπάθησαν να σβήσουν τις φλόγες. Δεν τους ενημέρωσαν για το πόσο επικίνδυνα ραδιενεργοί ήταν οι καπνοί και τα συντρίμμια. Η φωτιά στην οροφή του σταθμού και στην περιοχή γύρω από τον αντιδραστήρα 4 έσβησε στις 5 πμ, όμως πολλοί πυροσβέστες δέχθηκαν υψηλές δόσεις ραδιενέργειας. Η φωτιά μέσα στον αντιδραστήρα 4 συνέχισε να καίει μέχρι που την έσβησαν ελικόπτερα τα οποία πέταξαν υλικά όπως άμμο, μόλυβδο, πηλό, βόριο μέσα στον φλεγόμενο αντιδραστήρα.
Η έκρηξη και η φωτιά πέταξαν στον αέρα όχι μόνο σωματίδια του πυρηνικού καυσίμου, αλλά και πολύ πιο επικίνδυνα ραδιενεργά στοιχεία, όπως καίσιο-137, ιώδιο-131, στρόντιο-90 και άλλα ραδιοϊσότοπα.
Επιπτώσεις στην Ελλάδα
Μέρος του ραδιενεργού νέφους από το Τσερνόμπιλ έφτασε και στην Ελλάδα μετά από μερικές μέρες. Προκλήθηκε πανικός στον ελληνικό πληθυσμό, συγκεκριμένα σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων, με τον κρατικό μηχανισμό να κάνει συστάσεις για αποφυγή του φρέσκου γάλακτος και το καλό πλύσιμο φρούτων και λαχανικών από τις 5 Μαΐου και μετά. Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου χρόνια αργότερα ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού.
Μετρήσεις που έγιναν το 1996 έδειξαν εκπομπές καισίου στα 65 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο με το όριο επικινδυνότητας να βρίσκεται στα 5 κιλομπεκερέλ. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη συχνότητα της λευχαιμίας, εκτός από τη σπάνια βρεφική λευχαιμία, αλλά ούτε και στον καρκίνο του θυρεοειδούς.