Επί τρεισήμισι δεκαετίες η σιιτική θεοκρατική ηγεσία που κυβερνάει το Ιράν από το 1979 είχε έναν βασικό σύμμαχο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, το επίσης –«λάιτ» όμως– σιιτικό αλαουιτικό καθεστώς των Ασαντ. Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες όμως το όνειρο των ΗΠΑ, του Ισραήλ αλλά και της Τουρκίας –έγγραφα της CIA από το μακρινό 1983 καταδεικνύουν ότι ήταν ένας από τους πολλούς στόχους της αμερικανικής πολιτικής, σε συνεργασία και με την ενεργή συμμετοχή του Ιράκ στην περιοχή– έγινε πραγματικότητα.
Η κατάρρευση του Ασαντ αποτελεί μόνο το τελευταίο πλήγμα σε μια αλυσίδα γεγονότων που έχουν υποβαθμίσει τη θέση της Τεχεράνης στην περιοχή αλλά και συνολικά στη διεθνή σκακιέρα. Ετσι, η ηγεσία του καθεστώτος των μουλάδων αναγκάζεται να εξετάσει τις επιλογές του. Το πρώτο ουσιαστικό πλήγμα στην επιρροή που ασκούσε το Ιράν στη Μέση Ανατολή εδώ και χρόνια, έχοντας αναβαθμιστεί σε περιφερειακή δύναμη, ήρθε με τον πόλεμο του Ισραήλ κατά της Χαμάς και τη γενοκτονική σφαγή που ακολούθησε στη Λωρίδα της Γάζας. Η Χαμάς είχε ενταχθεί στον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης» που η Τεχεράνη ήλεγχε για χρόνια με όπλα και χρήμα. Η λυσσαλέα εκστρατεία του Ισραήλ που στην ουσία άφησε την παλαιστινιακή οργάνωση ακέφαλη (δολοφονίες Χανίγια, Σινουάρ και πολλών άλλων ηγετικών στελεχών της) και της στέρησε το σημαντικό στελεχιακό δυναμικό που είχε αναπτύξει επί δεκαετίες καθώς και η καταστροφή μεγάλου μέρους των επιθετικών δυνατοτήτων της και του οπλοστασίου της αποδυνάμωσαν de facto την ιρανική επιρροή.
Το δεύτερο πλήγμα για το καθεστώς του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ ήρθε με την εισβολή των ισραηλινών δυνάμεων στον Λίβανο και την εκστρατεία κατά της Χεζμπολάχ –και φυσικά και των αμάχων στη Βηρυτό και αλλού– που είχε προλογιστεί από την εντυπωσιακή ταυτόχρονη εκρηκτική επίθεση με τους βομβητές της οργάνωσης και εντέλει συμπληρώθηκε από τις δολοφονίες μέσω αεροπορικών πληγμάτων της ηγεσίας τής επίσης υποστηριζόμενης από το Ιράν οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χασάν Νασράλα. Φυσικά όλων αυτών είχαν προηγηθεί και οι στοχευμένες δολοφονίες –από Ισραήλ και ΗΠΑ σε Ιράκ και Συρία– των ικανότερων και ανώτερων στελεχών των ίδιων των Φρουρών της Επανάστασης, όπως του Κάσεμ Σολεϊμανί.
Πυραυλικό μπαράζ
Την εικόνα «αδυναμίας» ουσιαστικής αντίδρασης από την πλευρά του Ιράν στη στρατηγική και την επιθετικότητα του Ισραήλ απέναντι στα συμφέροντα και την επιρροή της Τεχεράνης είχαν αποκαλύψει και οι απευθείας ανταλλαγές πληγμάτων μεταξύ των δύο χωρών που σημειώθηκαν τους προηγούμενους μήνες. Το πρώτο πυραυλικό μπαράζ (μαζί με drones) τον Απρίλιο του 2024, που ακολούθησε την επίθεση στο προξενείο του Ιράν στη Δαμασκό και τον θάνατο στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης, κατά βάση δεν είχε κανέναν πραγματικό αντίκτυπο, ενώ έφερε και απευθείας απάντηση από το Ισραήλ, που ναι μεν ήταν περιορισμένη σε έκταση, σύμφωνα με τις αναφορές, αλλά είχε μεγαλύτερο κέρδος για την ισραηλινή πλευρά αφού χτυπήθηκαν συστήματα αεράμυνας.
Αντίστοιχα το δεύτερο ιρανικό μπαράζ τον Οκτώβριο, που πραγματοποιήθηκε ως απάντηση στις δολοφονίες Χανίγια και Νασράλα, είχε μεν μεγαλύτερο αντίκτυπο, αφού χρησιμοποιήθηκαν και υπερηχητικοί πύραυλοι, όμως πάλι δεν επέφερε αλλαγή στις ισορροπίες ισχύος, καθώς οι ζημιές ήταν περιορισμένες και η ισραηλινή απάντηση που ήρθε αεροπορικώς είχε μια χροιά ταπείνωσης, δεδομένου του γεγονότος ότι η (νέα μετά το… ύποπτο ατύχημα με ελικόπτερο που κόστισε τη ζωή του πρώην προέδρου της χώρας Ιμπραχίμ Ραϊσί) ιρανική ηγεσία υποτίθεται ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις πως οι γειτονικές χώρες δεν θα επέτρεπαν υπερπτήσεις ισραηλινών μαχητικών με στόχο το Ιράν.
Το Ισραήλ, πέραν της αποδυνάμωσης των οργανώσεων Χεζμπολάχ και Χαμάς, παίζει σημαντικό ρόλο και στη Συρία, καθώς το τελευταίο διάστημα εκμεταλλευόμενο την ένταση που οδήγησε στην κατάρρευση Ασαντ ενέτεινε τα πλήγματά του κατά στρατιωτικών υποδομών-κλειδιά, με τη λογική της αποδυνάμωσης της επόμενης ηγεσίας αλλά κυρίως της ενίσχυσης του ιδίου συνολικά στην περιοχή. Η αποδυνάμωση της Συρίας (ακόμη και μετά την ανατροπή Ασαντ) όχι μόνο δίνει την πρωτοβουλία κινήσεων μόνο στο Ισραήλ, αλλά και υποβαθμίζει περαιτέρω την ικανότητα του Ιράν να έρχεται υπό καθεστώς σχετικής ασφάλειας σε επαφή με τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ και να την τροφοδοτεί με όπλα ή «ειδικές» αποστολές.
Παράλληλα, το Ισραήλ κατέλαβε την αφύλακτη από τον διαλυμένο συριακό στρατό πλευρά των Υψιπέδων του Γκολάν, σφραγίζοντας ουσιαστικά τα σύνορα με τον Λίβανο περίπου στο ίδιο ύψος με τη γραμμή του ποταμού Λιτάνι –που αποτελεί το όριο της ελεύθερης παρουσίας της Χεζμπολάχ εντός του Λιβάνου– και άρχισε να φλερτάρει με τη βασική θρησκευτική κοινότητα της νότιας Συρίας, δηλαδή τους Δρούζους. Τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης βρίθουν αναφορών πως οι Δρούζοι θέλουν τα εδάφη τους να προσαρτηθούν στο Ισραήλ – μάλιστα το προτιμούν από το να συνεχίσουν αυτά να αποτελούν κομμάτι της Συρίας υπό την ηγεσία που θα προκύψει από τη μεταβατική περίοδο που έχουν στήσει η σουνιτική Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ (HTS) και ο συνασπισμός του οποίου ηγείται.
Η επικίνδυνη ιδέα
Η κυβέρνηση του Ισραήλ προωθεί έντονα εκ παραλλήλου το βασικό αίτημα εδώ και περίπου δύο δεκαετίες του ίδιου του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, που δεν είναι άλλο από το να βομβαρδιστούν οι εγκαταστάσεις του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, κίνηση που θεωρείται βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε έναν μεγάλο περιφερειακό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Σε αυτή την άκρως επικίνδυνη ιδέα για την περιφερειακή ασφάλεια, αλλά και για τη διατήρηση μιας κάποιας σχετικής ομαλότητας, θετικός εμφανίστηκε επί της αρχής ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, ο νικητής των τελευταίων προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Σε σχετικές δηλώσεις του απέφυγε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να δώσουν το πράσινο φως για πλήγματα κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν αλλά και για οποιοδήποτε άλλο μέτρο κατά της Τεχεράνης. Σημειώνεται ότι επί της προηγούμενης θητείας Τραμπ η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν περιγράφηκε από τον ίδιο τον τότε πρόεδρο ως «πολιτική μέγιστης πίεσης», κάτι που όντως αποτυπώθηκε στις εξελίξεις και δημιούργησε το υπόβαθρο για την περαιτέρω απομάκρυνση της ιρανικής ηγεσίας από τη συμφωνία για τα πυρηνικά και την αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού ουρανίου.
Η εικόνα όμως του περιορισμού εν είδει τανάλιας της επιρροής του καθεστώτος της Τεχεράνης εντός των συνόρων της χώρας ολοκληρώνεται με τη συμπερίληψη στην εξίσωση της διεύρυνσης της επιρροής της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά και στον Καύκασο. Αυτή η επέκταση της τουρκικής επιρροής πρακτικά προκύπτει από τους ξεκάθαρα πλέον στενούς δεσμούς της Αγκυρας με τις δυνάμεις που κατέλαβαν την εξουσία μετά την ανατροπή Ασαντ, την αδιάκοπη επίθεση που εξαπολύθηκε από τις ελεγχόμενες από την Τουρκία δυνάμεις εντός της Συρίας κατά των Κούρδων, από την κατά τα φαινόμενα τουρκική ντρίμπλα στη διαδικασία της Αστάνα, όπου –μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν– συζητούσε όλο το προηγούμενο διάστημα την ήπια μετάβαση της εξουσίας ή ακόμη και την αποδοχή της παραμονής του Ασαντ στην εξουσία, αλλά και από το διπλωματικό και πολιτικό παιχνίδι που παίζει η Αγκυρα στο άλλο γεωγραφικό σημείο στρατηγικού ενδιαφέροντος και για το Ιράν, τον Καύκασο.
Ξεκαθάρισμα από Φιντάν
Ενδεικτικό της άνεσης με την οποία η Τουρκία στήνει την επόμενη μέρα σε βάρος του Ιράν στη Συρία είναι ότι ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν με δηλώσεις του ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση Ερντογάν παρενέβη και επικοινώνησε με Μόσχα και Τεχεράνη για να μην απαντήσουν στρατιωτικά στην προέλαση των ισλαμιστών της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ. Η παρέμβαση Τραμπ και για το κουρδικό, όπου υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν κανέναν λόγο να διατηρούν προσωπικό στη Συρία, ενισχύει περαιτέρω τη θέση της Τουρκίας, ενώ παράλληλα «απελευθερώνει» αμερικανικές δυνάμεις για τη «θέρμανση» του μετώπου με το Ιράν που πιθανόν θα επιδιώξει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ μαζί με το Ισραήλ.
Ηδη στο Ιράν και το «ιρανικό διαδίκτυο» πληθαίνουν οι αναφορές και το υλικό περί του νεοοθωμανισμού της τουρκικής ηγεσίας, με τις περισσότερες αναρτήσεις και τα περισσότερα δημοσιεύματα να μην πανηγυρίζουν γι’ αυτό. Οσον αφορά το παιχνίδι της Τουρκίας στον νότιο Καύκασο, αυτό έχει ήδη δρομολογηθεί μετά την παράδοση του Ναγκόρνο Καραμπάχ από την ηττημένη Αρμενία και την εγγυήτρια Ρωσία στο Αζερμπαϊτζάν. Η τουρκική ηγεσία εκμεταλλεύεται συνεχώς από πέρσι το μομέντουμ που δημιούργησε η προσάρτηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν και πλέον βρίσκεται πολύ κοντά στο να παραμερίσει τις διαφωνίες της Τεχεράνης ετσιθελικά και να πετύχει μια συμφωνία για τον διάδρομο Ζανγκεζούρ μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, κάτι που θα δώσει απευθείας πρόσβαση στην αυτόνομη δημοκρατία του Ναχιτσεβάν, έναν απομακρυσμένο θύλακα του Αζερμπαϊτζάν, που συνορεύει και με το Ιράν. Η Τεχεράνη θεωρεί το θέμα αυτό κρίσιμης σημασίας καθώς, σύμφωνα με την ιρανική ηγεσία, αυτό συνιστά αλλαγή συνόρων που επηρεάζει άμεσα τη χώρα.
«Βράζει» η Τεχεράνη
Οι «ήττες» της Τεχεράνης –από τη Μέση Ανατολή μέχρι τον Καύκασο– από τους άμεσους εχθρούς της αλλά και από τους μέχρι πρότινος θεωρούμενους συμμάχους της, σε συνδυασμό με τις ανακατατάξεις εσωτερικά, όπως η ανάδυση του μετριοπαθούς προέδρου Πεζεσκιάν, η αποδυνάμωση ουσιαστικά των σκληροπυρηνικών τάσεων εντός του θεοκρατικού ιρανικού μοντέλου και η προχωρημένη ηλικία του αχιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, είναι βέβαιο ότι θα αυξήσουν σε σημείο «βρασμού» την ένταση στο εσωτερικό της χώρας. Ενδεικτικό της διάθεσης «ενδοσκόπησης» της ιρανικής ηγεσίας είναι ότι η ηγεσία των Φρουρών της Επανάστασης δημόσια ανέφερε πως πρέπει πλέον να υπάρξουν αναγνώριση και αποδοχή των νέων συνθηκών και της πραγματικότητας που διαμορφώνεται, ενώ η συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με την αυστηροποίηση ή μη των ποινών για τη μη χρήση μαντίλας μετά τις τελευταίες κινήσεις αμφισβήτησης της υποχρεωτικότητάς της από τις γυναίκες του Ιράν καταδεικνύει ότι η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι.