Η σημερινή «μαύρη» επέτειος από την τουρκική εισβολή στη μαρτυρική Μεγαλόνησο επιβάλλει την απόδοση τιμών σε όλους τους ήρωες που αγωνίστηκαν, νεκρούς, αγνοούμενους και επιζώντες για να κρατήσουν ελεύθερη την Κύπρο απέναντι στην επέλαση της τουρκικής βαρβαρότητας.
Σε αυτή την τραγική επέτειο αξίζει να φέρουμε στη μνήμη μας ορισμένες επικές μάχες όπου οι Ελληνοκύπριοι με αυτοθυσία κατάφεραν κρίσιμα πλήγματα στους Τούρκους εισβολείς. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η ηρωική μάχη κατάληψης του «Κοτζά Καγιά» στον Πενταδάκτυλο, το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1974, όπου με μια «ασύλληπτη σε ιδέα και εκτέλεση αποστολή» (όπως χαρακτήρισε την επιχείρηση ο τότε ανθυπολοχαγός της Μοίρας Ματθαίος (Μάκης) Οικονομίδης) μεταξύ καταδρομέων της 31ης Μοίρας Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς και μεγάλης δύναμης Τουρκοκυπρίων και Τούρκων αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι είχαν ήδη εισβάλει στην Κύπρο.
Διευκρινίζεται ότι η συγκεκριμένη μάχη αφορούσε στην προπαρασκευασμένη επιχείρηση διείσδυσης – επίθεσης των Ελληνοκυπρίων Καταδρομών στο στρατόπεδο των Τούρκων Αλεξιπτωτιστών στο βουνό Κοτζά Καγιά στα μετόπισθεν του εχθρού την νύκτα 20/21 Ιουλίου 1974.
Στην επιχείρηση πήρε μέρος η 31η Μοίρα Καταδρομών με τους λόχους 11, 12, 13. Ενώ οι Μοίρες, η 32η θα ενεργούσε για να καταλάβει την δυτική κορυφή του υψώματος Άσπρη Μούττη, η 33η θα ενεργούσε στα Πετρομούθια, ενώ η 34η θα ενεργούσε στους πρόποδες του Πενταδακτύλου, για την κατάληψη του υψώματος 296, νοτιοανατολικά του χωριού Αγύρτα. Ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης ήταν το ύψωμα Κοτζά Kαγιά, άνωθεν του χωριού Αγύρτα και νότια του κάστρου του Αγίου Ιλαρίωνα διακόπτοντας την κύρια οδική αρτηρία Λευκωσίας – Κυρηνείας, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο και να εξαλειφθεί το στρατηγικής σημασίας έρεισμα που είχαν δημιουργήσει οι Τουρκοκύπριοι στην συγκεκριμένη διάβαση (διάβαση Αγύρτας).
Αφού οι καταδρομείς διέσχισαν τη χαράδρα του Αγίου Ιλαρίωνα, μέσω του δάσους της Αγύρτας και μετά από 4ώρη πορεία σε δύσβατη περιοχή, αποφεύγοντας τις εχθρικές περιπόλους και τα πυροβολεία, κατάφεραν να φτάσουν στο τουρκικό στρατόπεδο το οποίο και περικύκλωσαν. Πριν από την κρούση των καταδρομέων (η οποία είχε οριστεί στις 23:00), ο λόχος Διοικητικής Μέριμνας της 31ης Μοίρας εκτόξευε πυρά πυροβολικού στις εχθρικές θέσεις δημιουργώντας έτσι αντιπερισπασμό στις υπό διείσδυσιν δυνάμεις των καταδρομέων. Στη συνέχεια οι λόχοι της 31ης Μοίρας εφόρμησαν αιφνιδιαστικώς καταλαμβάνοντας το τουρκικό στρατόπεδο χωρίς καμία απώλεια. Η λήξη της επιχειρήσεως καταλήψης του στρατοπέδου γίνεται με πυροδότηση κόκκινης φωτοβολίδας. Η τελική διαταγή αναφέρει ότι οι καταδρομείς έπρεπε να κρατήσουν το ύψωμα μέχρις ότου παραληφθεί από μονάδα πεζικού.
Μέχρι τις 05:00 πμ. η μοίρα δέχονταν αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις από τους Τούρκους και έλαβε τη διαταγή να απαγκιστρωθεί, παγιδεύοντας το στρατόπεδο με εκρηκτικά, δεδομένου ότι η μονάδα πεζικού που θα παραλάμβανε το ύψωμα αδυνατούσε να εκτελέσει την αποστολή της.
Αναμνήσεις από τη μάχη ενός ανθυπολοχαγού
Ο τότε ανθυπολοχαγός και πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων, Ματθαίος (Μάκης) Οικονομίδης, συνεχίζοντας την συγκλονιστική αφήγηση της επικής αυτής μάχης ανέφερε με περίσσεια συγκίνηση και τρεμάμενη φωνή:
«Οι Τούρκοι επάνδρωναν στην περιοχή γύρω στα 150 πολυβολεία, που ακόμη και ολόκληρη η δύναμη της Εθνικής Φρουράς ίσως να μην μπορούσε να τα εκπορθήσει. Κι όμως το πετύχαμε. Ο 13ος λόχος κρούσεως στον οποίο ανήκα, είχε αποστολή να διεισδύσει στα μετόπισθεν του εχθρού και από το νότιο άκρο να επιτεθούν οι λόχοι 11 και 12. Στους καταδρομείς είχαμε πει πως επρόκειτο για μια απλή αποστολή όπως αυτές που εκατοντάδες φορές κάναμε στις ασκήσεις και ότι υπάρχει και ένα στρατόπεδο Τούρκων καταδρομών, το οποίο πρέπει να καταλάβουμε.
»Με το που νύχτωσε φτάσαμε εκεί που ήταν οι Τούρκοι σκοποί, περάσαμε απαρατήρητοι από δίπλα τους και φτάσαμε στο δάσος της Αγύρτας. Εκεί, περνούσαμε μέσα από τα περίπολα των Τούρκων, χωρίς να μας έχουν αντιληφθεί διόλου. Ανεβοκατέβαιναν στην κορυφογραμμή όπου ήταν το στρατόπεδο, κάποια στιγμή μάλιστα, ένας Τούρκος αλεξιπτωτιστής πάτησε στο χέρι τον καταδρομέα Χριστοφή Πανίκο, από τη Λεμεσό!
»Περάσαμε μέσα από τη χαράδρα του Αγίου Ιλαρίωνα, του οποίου η κατάληψη μάς είχε γίνει ψύχωση στην προηγούμενη ζωή μας στο στρατόπεδο. Και την ώρα εκείνη, από τη σκέψη όλων περνούσε η απόφαση αυτή και δοξάζαμε το Θεό που μας αξίωσε να βρεθούμε στο συγκεκριμένο σημείο. Το τραγούδι “Πάνω στον Άγιο Ιλαρίωνα εμείς θα βγούμε πρώτοι”, το τραγουδούσαμε πάντα στους στρατιωτικούς αγώνες και τις διάφορες εκδηλώσεις μας. Και η άγια εκείνη ώρα έφθασε!
»Κάποια στιγμή φτάσαμε μπροστά στον μικρό τοίχο του στρατοπέδου, 22 συνολικά άντρες του 13ου λόχου. Πήδηξε τότε ο λοχαγός μας Γλεντζές Ηλίας από το τοιχάκι και έπεσε πάνω στον Τούρκο σκοπό, που τον εξουδετέρωσε ακαριαία. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Εγώ προχώρησα προς ένα θάλαμο, όπως ήταν η αποστολή μου. Δεν είχε μέσα κρεβάτια, αλλά ήταν γεμάτος από Τούρκους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι καθόντουσαν κάτω με φως από δύο φανούς θυέλλης και με τα όπλα πάνω τους. Τους είπα στα ελληνικά “Σηκωθείτε όλοι πάνω!”. Αυτοί δεν κατάλαβαν, αλλά ούτε και περίμεναν καν ότι μέσα στο στρατόπεδο με 150 πολυβολεία πριν από αυτό και χωρίς να πέσει έστω και μια σφαίρα, αντίπαλοι θα έμπαιναν μέσα και θα τους έβλεπαν μπροστά τους. Ήταν κάτι το ασύλληπτο. Εγώ μαζί με τους άλλους που με ακολουθούσαν μαζέψαμε τότε όλους τους αλεξιπτωτιστές, τους απομονώσαμε και ετοιμαστήκαμε για τυχόν απόπειρα αντεπίθεσης. Οι φίλιες δυνάμεις βρίσκονταν κάποια χιλιόμετρα μακριά.
»Με βάση την αποστολή μας, λίγο πριν από το φως της ημέρας έπρεπε να έρθει το Πεζικό για να καταλάβει το ύψωμα και οι καταδρομείς να πάμε να ξεκουραστούμε. Στο τούρκικο στρατόπεδο είχαν διεισδύσει και καταδρομείς από τους δύο άλλους λόχους, οι οποίοι και ενώθηκαν με εμάς. Μαζί με τον ανθυπολοχαγό του 12ου λόχου Κώστα Μαλεκίδη, πήραμε ένα τούρκικο πολυβόλο 50άρι και το στήσαμε λίγο πιο πάνω από την κορυφογραμμή, όπου υπήρχε και κάλυψη.
»Πράγματι, σε λίγο άρχισαν οι αντεπιθέσεις των Τούρκων. Ερχόντουσαν με αλαλαγμούς προς τα πάνω καθοδηγούμενοι από κάποιον χότζα, ο οποίος τους παρότρυνε να επιτεθούν! Να ανακαταλάβουν βέβαια το ύψωμα δεν μπορούσαν, γιατί μόλις έφταναν κοντά στα 2-4 μέτρα (για να μην βλέπουν από πού δέχονταν τα πυρά) τους κτυπούσαμε και τους εκκαθαρίζαμε. Μέχρι να χαράξει το φως τη Δευτέρα 22 Ιουλίου, το ύψωμα ήταν κατάσπαρτο από πτώματα! Οι επιθέσεις τότε των Τούρκων σταμάτησαν και το θέαμα εκεί ήταν φρικιαστικό, αφού άρχισαν να κάνουν εξορμήσεις γύπες, που έπαιρναν πτώματα και έφευγαν!
»Ο λοχαγός Γλεντζές ζήτησε τότε οδηγίες, γιατί, επαναλαμβάνω, λίγο πριν από το πρώτο φως, έπρεπε να έρθει το Πεζικό για να καταλάβει το ύψωμα κι εμείς να φύγουμε. Σε λίγο, ο λοχαγός με πληροφόρησε πως η εντολή του διοικητή Καταδρομών ήταν να εγκαταλείψουμε το ύψωμα και να πάμε στον χώρο της απόβασης, στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας, “γιατί εκεί παίζεται το μεγαλύτερο χαρτί”.
»Ήταν μέρα πια κι εμείς ήμασταν περικυκλωμένοι από χιλιάδες Τουρκοκύπριους και εισβολείς από την Τουρκία. Ήρθε τότε εκεί ο ταγματάρχης Αλέξανδρος Μανιάτης, ο οποίος και παρέλαβε τη Μοίρα, αφού ο διοικητής μας είχε τραυματισθεί κατά το πραξικόπημα, ενώ ο υποδιοικητής μας είχε σκοτωθεί και η Μοίρα ήταν ακέφαλη!
Στον λοχαγό μου έδωσε οδηγίες να παγιδέψει το στρατόπεδο και να μείνουμε και οι δυο εκεί. Πράγματι, όλοι οι άλλοι της Μοίρας έφυγαν και μείναμε μόνο ο λοχαγός κι εγώ. Οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί προφανώς ότι η Μοίρα έφευγε, οπότε άρχισαν να κινούνται προς τα πάνω. Αν γνώριζαν, βέβαια, ότι στο ύψωμα ήμασταν μόνο δύο άτομα, θα μας παραλάμβαναν εύκολα. Ο Γλεντζές ασχολείτο την επόμενη ώρα με την παγίδευση αντικειμένων στο διοικητήριο με χειροβομβίδες, κι εγώ παρακολουθούσα τους Τούρκους που έρχονταν.
Στεκόμουν στην πόρτα και έλεγα στον λοχαγό “οι Τούρκοι είναι στα τόσα μέτρα…”! Απέφυγα να βάλω, γιατί θα καταλάβαιναν εύκολα οι Τούρκοι ότι τα πυρά προέρχονταν μόνο από ένα όπλο.
Γύριζα συνέχεια με αγωνία και έβλεπα τον λοχαγό που συνέχιζε την παγίδευση, ενώ στο πάτωμα ήταν νεκρός και ο διοικητής των Τούρκων!
» Όταν πια οι Τούρκοι έφτασαν στα 15 μέτρα, είπα στον Γλεντζέ “φεύγουμε”.
Αρχίσαμε τότε να βάλλουμε ενώ αποχωρούσαμε και, αφού διασπάσαμε τον κλοιό των επιτιθέμενων Τούρκων, φτάσαμε σώοι κάποιαν ώρα στη διάβαση Αγίου Παύλου. Εκεί έγινε προσκλητήριο. Διαπιστώσαμε ότι είχαμε μόνο ένα νεκρό: Τον Χριστοφόρου Χριστόφορο, από τον Ποταμό του Κάμπου…».