Εάν κάποιος παρακολουθούσε τις Βρετανικές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες τις τελευταίες ημέρες θα διαπίστωσε πως το πρώτο θέμα παντού ήταν η μυστηριώδης δηλητηρίαση του διπλού Ρώσου πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του Γιούλια.
Πατέρας και κόρη δηλητηριάστηκαν από έναν πολύ σπάνιο νευροτοξικό παράγοντα, τον οποίο ελάχιστα εργαστήρια παγκοσμίως θα μπορούσαν να είχαν παρασκευάσει. Δεν επρόκειτο λοιπόν απλά και μόνο για μία εγκληματική ενέργεια, αλλά για μία απόπειρα δολοφονίας βγαλμένη μέσα από ταινίες κατασκοπίας.
Ο Σκριπάλ, συνταξιούχος συνταγματάρχης, φυλακίστηκε στη Μόσχα το 2006, αφού καταδικάστηκε για κατασκοπεία για λογαριασμό της Βρετανίας.
Συνελήφθη το 2005, αφού αποκαλύφθηκαν οι σχέσεις του με την Βρετανική μυστική υπηρεσία και στη συνέχεια κατηγορήθηκε για «υψηλή προδοσία υπό μορφή κατασκοπείας».
Κρίθηκε ένοχος ότι αποκάλυψε την ταυτότητα Ρώσων μυστικών πρακτόρων που δραστηριοποιούνταν σε όλη την Ευρώπη, στη Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών (MI6).
Λέγεται ότι συνελήφθη από τους πράκτορες του FSB ενώ έδινε πληροφορίες στην ΜΙ6 με ένα «spy rock» που θύμιζε Τζέιμς Μπόντ – μια ψεύτικη πέτρα γεμάτη με απόρρητα δεδομένα – σε ένα πάρκο της Μόσχας.
Η δίκη του στο στρατιωτικό δικαστήριο της Μόσχας τον Αύγουστο του 2006, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και ο ίδιος «παρέλασε» ατέλειωτες ώρες στη ρωσική τηλεόραση.
Οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι κατασκόπευε για λογαριασμό της Βρετανίας από τη δεκαετία του 1990 και είχε δεχθεί δεκάδες χιλιάδες λίρες από πράκτορες της MI6 ως πληρωμές για τις πληροφορίες που παρείχε.
Του δόθηκε το παρατσούκλι «ο κατάσκοπος με την τσάντα Louis Vuitton».
Η ανταλλαγή
Ο Σκριπάλ κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες και σύμφωνα με πληροφορίες συνεργάστηκε πλήρως με τη ρωσική υπηρεσία ασφαλείας FSB.
Καταδικάστηκε αρχικά σε 15 χρόνια φυλάκισης, αλλά η ποινή του αργότερα μειώθηκε σε 13 χρόνια, λόγω της προθυμίας του να συνεργαστεί.
Θεωρήθηκε προδότης και ντροπή στη χώρα του, ενώ του αφαιρέθηκαν όλα τα μετάλλια και οι τιμητικές διακρίσεις.
Παρά το γεγονός ότι ήταν άρρωστος, καταδικάστηκε και στη συνέχεια στάλθηκε σε μια σκληρή φυλακή υψίστης ασφαλείας στη Μόσχα.
Αλλά το 2010, σε μια εξαιρετική για εκείνον εξέλιξη, πήρε χάρη από τον τότε Ρώσο Πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Σε ένα σκηνικό βγαλμένο από τον Ψυχρό Πόλεμο, ο ίδιος και τρεις άλλοι δυτικοί πράκτορες, ανταλλάχθηκαν για δέκα Ρώσους κατασκόπους που κρατούνταν από το FBI.
Τότε δόθηκαν επίσης στη Δύση ο πυρηνικός εμπειρογνώμονας Ιγκορ Σουτγιάγκιν και ο πρώην συνταγματάρχης της KGB, Αλεξάντερ Ζαπορόζκι.
Η εκπληκτική ανταλλαγή κατασκόπων (η μεγαλύτερη μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου) πραγματοποιήθηκε στο αεροδρόμιο της Βιέννης στην Αυστρία τον Ιούλιο του 2010.
Ο Σκριπάλ και οι άλλοι τρεις πράκτορες παραλήφθηκαν στο αεροδρόμιο από υπάλληλους της MI5 και της MI6.
Όταν έγινε η ανταλλαγή, οι ΗΠΑ και οι βρετανικές αρχές επέμεναν ότι είχαν πάρει περισσότερα από τη συμφωνία από τη Μόσχα, επειδή οι τέσσερις που ήρθαν στη Δύση θεωρήθηκαν πιο σοβαροί πράκτορες από τους δέκα για τους οποίους ανταλλάχθηκαν.
Η ήσυχη ζωή και τα τυχερά παιχνίδια
Από το 2010 ο Σκριπάλ ζούσε μια ήσυχη και χαμηλών τόνων, αλλά όχι εντελώς κρυφή, ζωή στην πόλη Σάλσμπερι της Μεγάλης Βρετανίας. Το γιατί ακριβώς επέλεξε την συγκεκριμένη πόλη είναι άγνωστο. Ίσως να του άρεσε η ιδέα της ήσυχης ζωής στα προάστια. Αλλά το Σάλσμπερι και οι γύρω περιοχές είναι στρατιωτικές οπότε δεν αποκλείεται αυτή η «λεπτομέρεια» να έπαιξε ρόλο στην απόφαση του, αφού ίσως τον έκανε να αισθάνεται πιο ασφαλής.
Το δεδομένο είναι πως ο Σκριπάλ είχε αρχίσει πλέον να αισθάνεται οικεία και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους συμπολίτες του. Από την πρώτη στιγμή φρόντισε να ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία και μάλιστα το πρώτο πράγμα που έκανε, όταν μετακόμισε εκεί, ήταν να δώσει ένα πάρτι, με καλεσμένη ολόκληρη τη γειτονιά, προκειμένου να γνωριστεί μαζί τους.
Το σπίτι του είναι ένα μοντέρνο κτίριο που αγοράστηκε κάτω από το πραγματικό του όνομα, χωρίς δάνειο, για 260.000 λίρες το 2011, ένα χρόνο μετά την ανταλλαγή κατασκόπων. Ζούσε εκεί με τη σύζυγό του, Λιουντμίλα, μέχρι το θάνατό της από καρκίνο πριν από πέντε χρόνια.
Ο Σκριπάλ οδηγεί μια BMW, λατρεύει το πολωνικό λουκάνικο που σερβίρεται στο τοπικό κατάστημα, το τοπικό κρασί και τη βότκα, ενώ έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα τυχερά παιχνίδια και αγοράζει χαρτάκια λοταρίας ξοδεύοντας έως και 40 λίρες κάθε φορά.
Στους ντόπιους έλεγε ότι είναι συνταξιούχος υπάλληλος της τοπικής αυτοδιοίκησης κι ότι παράλληλα ασχολούνταν με αγοροπωλησίες ακίνητων στο εξωτερικό.
Μετά την απώλεια της Λιουντμίλα, ο Σκριπάλ ήρθε ακόμα πιο κοντά με την κόρη του, τη Γιούλια, 33 ετών, που όπως λένε όσοι τους γνωρίζουν, εμφανίζονταν υπερπροστατευτική μαζί του. Η Γιούλια εργάστηκε για ένα διάστημα σε ένα Holiday Inn στο Ίστλέιχ του Χάμσάιρ, αλλά λέγεται ότι έκανε συχνά επαγγελματικά ταξίδια στη Μόσχα το τελευταίο διάστημα. Πριν από λίγες εβδομάδες ο Σκριπάλ ζήτησε από την γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι να ετοιμάσει το δωμάτιο της κόρης του, αφού επρόκειτο να τους επισκεφθεί.
Οι φίλοι που είχε αποκτήσει στην Αγγλική πόλη τον χαρακτήριζαν ως έναν «υπέροχο, φιλικό και καλοπροαίρετο άνθρωπο», αν και κανείς δεν γνώριζε την πραγματική του ιδιότητα.
Η εμφάνιση του ήταν πάντα περιποιημένη. Γνώριζε αρκετές ξένες γλώσσες και έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου με υψηλή μόρφωση. Μιλούσε συχνά για τις πολλές χώρες που είχε επισκεφτεί και μία από τις πλέον αγαπημένες του ασχολίες ήταν το μαγείρεμα.
Το τελευταίο ταξίδι που είχε κάνει ήταν το περασμένο καλοκαίρι στην Πολωνία. Είχε πει πως θα επισκέπτονταν κάποιους παλιούς φίλους εκεί, ανθρώπους που ήξερε από τότε που ζούσε στην Μόσχα.
Το μυστήριο του θανάτου του γιου του
Ο Σκριπάλ μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη σύζυγό του και το γιο τους Αλεξάντερ το 2010 ενώ λίγους μήνες αργότερα τους ακολούθησε και η κόρη τους που μέχρι τότε εργάζονταν σε ένα κατάστημα αθλητικών ειδών στη Μόσχα.
Δύο χρόνια αργότερα η Λιουντμίλα απεβίωσε σε ηλικία 59 ετών, με το πιστοποιητικό θανάτου να αναφέρει ως την αιτία θανάτου της το ενδομήτριο καρκίνωμα. Η Γιούλια Σκριπάλ ανέφερε το θάνατο της μητέρας της στο ληξιαρχείο του Wiltshire, λέγοντας στο προσωπικό ότι ο πατέρας της ήταν συνταξιούχος τοπικός κυβερνητικός υπάλληλος.
Ο θάνατος του γιου του, Αλεξάντερ, ηλικίας 43 ετών το 2017, αρχικά αναφέρθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Αλλά τότε το BBC είχε υποστηρίξει μια πολύ πιο ύποπτη ιστορία.
Ο Αλεξάντερ, όπως είχε υποστηρίξει το ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού, είχε ξαφνικά αρρωστήσει και πέθανε από προβλήματα στο ύπαρ, ενώ βρίσκονταν σε διακοπές στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας με τη φίλη του.
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με το BBC, τα μέλη της οικογένειας του διατύπωσαν κάποιες υποψίες. Υπήρχαν επίσης αναφορές ότι ο Σκριπάλ είχε πάει στη βρετανική αστυνομία εκφράζοντας φόβους για την ασφάλειά του.
Εμφανισιακά ο Σκριπάλ ποτέ δεν προκάλεσε «εντύπωση». Σίγουρα δεν έδειχνε σαν ένας Ρώσος ολιγάρχης του Λονδίνου ή μέλος της ελίτ των πλουσιότερων συμπατριωτών του που ζουν κάτω από δρακόντια μέτρα ασφαλείας στο Σάρρεϋ και έχουν λόγους να φοβούνται τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Όχι, ο Σκριπάλ στα 66 του χρόνια έμοιαζε απλά με έναν συνταξιούχο, που προτιμά ένα ήσυχο μικρό κατοικημένο κτήμα στην άκρη του Σάλσμπερι.
Το γιατί έγινε στόχος κανείς δεν το γνωρίζει ακόμα. Ή τουλάχιστον κανείς δεν το δημοσιοποιεί. Ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι απλά θα συνεχίζουν να επεξεργάζονται σενάρια που μοιάζουν με ταινίες «Τζέιμς Μποντ» ή σειρές όπως το «McMafia». Στην συγκεκριμένη περίπτωση άλλωστε φαίνεται πως η τέχνη μάλλον έχει αντιγράψει την πραγματική ζωή.