‘…Το πρωί της 29ης Νοεμβρίου 2006 ο Κίτσος Τεγόπουλος πεθαίνει, μόνος. Με τον Φυντανίδη να θυμάται την προφητική φράση του Τεγόπουλου «apre moi le deluge»: Μετά από μένα η καταστροφή. Ετσι μπαίνει στην εικόνα της «Ελευθεροτυπίας» η Μάνια Τεγοπούλου, που, σύμφωνα με τον Φυντανίδη, πατούσε σπάνια στην εφημερίδα. Ο ίδιος την πήγε σε όλους τους ορόφους της Μίνωος: «Ήταν σεμνή και αμήχανη. Κρατούσε ένα μπουκάλι μπίρα και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Οι περισσότεροι συντάκτες την έβλεπαν πρώτη φορά».
Παίρνετε μεγάλο μισθό, κύριε Φυντανίδη
Ο Φυντανίδης την κατηγορεί πως μετά τα μεσάνυχτα άλλαζε τα κείμενα των συντακτών που παρακολουθούσαν τη δίκη της «17 Νοέμβρη», ενώ περιγράφει την οργή της όταν εξασφάλισε από τον τότε διοικητή της Εθνικής Τραπέζης χορηγίες άνω του 1 εκατ. ευρώ. Οταν της εξήγησε πως ο πατέρας της του είχε ζητήσει να κάνει αυτές τις συμφωνίες, του απάντησε «δεν θα ξαναπάτε. Εγώ δεν θα κάνω τις μαλακίες του πατέρα μου», γράφει ο Σεραφείμ Φυντανίδης στο βιβλίο. Και της απάντησε: «Μπορεί να έκανε μαλακίες ο πατέρας σου αλλά όταν ξεκίνησε αυτή η εφημερίδα ήταν σε νοικιασμενα γραφεία, πιεστήρια, τυπογραφεία. Τώρα έχεις το επταόροφο στη Μίνωος και ένα υπερσύγχρονο πιεστήριο στην Παιανία με 48 στρέμματα γύρω γύρω.»
Ενα βράδυ τον σταμάτησε στον διάδρομο και του είπε: «Παίρνετε πολύ μεγάλο μισθό. Θέλω να τον περιορίσουμε στο μισό και να μη δουλεύετε τόσο πολύ». Της απάντησε: «Για τα λεφτά να το συζητήσουμε. Αλλά το να μη δουλεύω πολύ δεν το δέχομαι». Ηταν το βράδυ που κατάλαβε ότι οι μέρες του στην «Ελευθεροτυπία» τελείωσαν. «Ετσι όπως όρθιος προσελήφθην πριν από 31 χρόνια, όρθιος απελήθην.»
Το βιβλίο του Σεραφείμ Φυντανίδη διαβάζεται απνευστί. Πλοηγεί τον αναγνώστη πίσω ή πέρα από γνωστές ιστορίες και πρόσωπα, δίνει την προσωπική μαρτυρία του Φυντανίδη. Για τους νέους δημοσιογράφους σήμερα δείχνει ένα τοπίο άγνωστο, ξένο. Στους μεγαλύτερους σε ηλικία δημοσιογράφους γεννά νοσταλγία και ερωτήματα «τι θα είχε γίνει αν;». Για το ευρύ κοινό, είναι η πρώτη θέση, άνετη, ευρύχωρη, σε μια «ταινία» με λέξεις αντί για σεκάνς, αλλά και με πολλές φωτογραφίες, που τον βάζει στα άδυτα του πολιτικού, εκδοτικού και πολιτιστικού σαλονιού της χώρας επί τρεις δεκαετίες ‘.