Η ακρίβεια στα ράφια των σούπερ μάρκετ

Κοινοποίηση:
3196587

Είναι δυνατόν ένα κιλό φέτα Δωδώνη να είναι φθηνότερο στη Γερμανία από την Ελλάδα κατά 44 λεπτά του ευρώ; Κι όμως είναι. Η σύγκριση τιμών στο ράφι των σούπερ μάρκετ στην Κεντρική Ευρώπη και στην πατρίδα μας σε αντίστοιχα προϊόντα, αλλά και σε ελληνικής προέλευσης συσκευασίες, πείθει τον κάθε αφελή καταναλωτή πως στην Ελλάδα συντελείται διαχρονικά και συστηματικά κατά συρροή ληστεία του Έλληνα πολίτη. Είναι δυνατόν οι ελιές Καλαμών να πωλούνται φθηνότερα στο Βερολίνο παρά την Αθήνα; Ε, λοιπόν, είναι.

Ο επιχειρηματίας, βεβαίως, προτείνει την εξής εξήγηση. Η «Δωδώνη», επί παραδείγματι, διαθέτει το 80% της παραγωγής για εξαγωγή. Αυτό σημαίνει ότι ο Γερμανός χονδρέμπορος αγοράζει μεγάλες ποσότητες του προϊόντος και άρα η τιμή διαμορφώνεται χαμηλότερα απ’ ό,τι στην Ελλάδα, η οποία απορροφά μόνον το 20% της συνολικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς πως το προϊόν που καταναλώνει παραδοσιακά ο μέσος Έλληνας, η δική του φέτα, μπορεί να κοστίζει στον Γερμανό, με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, λιγότερο απ’ όσο στοιχίζει στον Έλληνα, με την υποτριπλάσια αγοραστική δύναμη. Είναι ζήτημα κοινής λογικής.

Όσο και να το ψάξει κάποιος, όσο και να το αναλύσει, θα καταλήξει πως δεν υπάρχει καμία καπιταλιστική λογική που να υπαγορεύει αυτή την απίστευτη αναντιστοιχία. Διότι είναι πρωτάκουστο ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος, ο οποίος κερδίζει τα τριπλά από τον αντίστοιχο Έλληνα, να αγοράζει τα βασικά προϊόντα διατροφής και τα είδη πρώτης ανάγκης σε χαμηλότερες από την Ελλάδα τιμές. Μία εξήγηση υπάρχει: Οι ελληνικές αλυσίδες τροφίμων, οι Έλληνες χονδρέμποροι, οι Έλληνες μεσάζοντες, οι ελληνικές εταιρείες των υπερκαταστημάτων τροφίμων και άλλων ειδών ληστεύουν τον Έλληνα πολίτη, μεθοδικά, συστηματικά και διαχρονικά.

Ενδεικτικές είναι οι τιμές σε μια σειρά από προϊόντα σε Γερμανία και Ελλάδα (πρόκειται για τιμές στο ράφι). Τα συμπεράσματα είναι οφθαλμοφανή. Προσέξτε την τελική τιμή του κρεμώδους τυριού Philadelphia. Στη Γερμανία κοστίζει 2,45 ευρώ η συσκευασία των 330g, ενώ στην Ελλάδα η τιμή είναι 2,53 ευρώ.

Όπως και στη συσκευασία του ενάμισι λίτρου Cola-Cola. Στη Γερμανία κοστίζει 0,99. Στην Ελλάδα το ίδιο ακριβώς προϊόν στο ράφι κοστίζει 1,54 ευρώ. Μιλάμε για την ίδια εταιρεία παραγωγής και εμφιάλωσης αλλά και διακίνησης, την ελληνικής καταγωγής εταιρεία Coca-Cola HBC, με έδρα την Ελβετία, της οικογένειας Λεβέντη – Δαυίδ. Είναι δυνατόν ο Έλληνας καταναλωτής να πληρώνει 55 ολόκληρα λεπτά παραπάνω από τον Γερμανό για την ίδια ποσότητα και ποιότητα προϊόντος;

Κοιτάξτε, τώρα, τι συμβαίνει με τη σκυλοτροφή. Η τιμή στην Ελλάδα του ίδιου προϊόντος, για την ίδια ποσότητα και την ίδια ποιότητα είναι διπλάσια. Τόσο πολύ κόστισε η μεταφορά της σκυλοτροφής με τις νταλίκες στην Αθήνα; Όχι βέβαια. Διότι, αν ήταν αυτό το πρόβλημα, τότε αντίστοιχα θα επιβαρύνονταν με τα μεταφορικά και οι τιμές των ελληνικών προϊόντων που εξάγονται στην Κεντρική Ευρώπη. Η σύγκριση είναι καταδικαστική. Δείτε, επί παραδείγματι, το παράδειγμα με τη φέτα Δωδώνη.
Πάμε στο κρέας. Η τιμή του κιλού φρέσκου μοσχαρίσιου κιμά είναι 10 ευρώ στο Βερολίνο. Η αντίστοιχη τιμή στην Ελλάδα είναι 10 ευρώ σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ επίσης. Το κιλό της χοιρινής παντσέτας κοστίζει στο Βερολίνο 9,5 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα η μέση τιμή είναι 5,5 ευρώ. Σημαντικά φθηνότερη δηλαδή.

Το κιλό του φρέσκου κοτόπουλου στη Γερμανία κοστίζει 6,5 ευρώ. Στην Ελλάδα η τιμή της κατώτερης ποιότητας κοτόπουλου είναι 3,5 ευρώ. Η τιμή του ανώτερης ποιότητας (κίτρινο ελευθέρας βοσκής) είναι 5,5 ευρώ. Συγκρίνουμε μη βιολογικά προϊόντα.

Ένα ακόμη συγκρίσιμο προϊόν ως προς τις τιμές και ιδιαίτερα σημαντικό τρόφιμο είναι το ρύζι. Επιλέξαμε μια πολύ αναγνωρίσιμη συσκευασία, την Uncle Bens, η οποία βρίσκεται στα ράφια όλων των γερμανικών και ελληνικών σούπερ μάρκετ.

Έχουμε και λέμε. Η συσκευασία των 250 γραμμαρίων ποιότητας Basmati πωλείται στην Ελλάδα προς 1,99 ευρώ. Η ίδια ακριβώς συσκευασία στη Γερμανία πωλείται προς 1,79 ευρώ. Κατά 20 λεπτά του ευρώ φθηνότερα δηλαδή. Πολύ σημαντική διαφορά αν μάλιστα κάνουμε την αναγωγή ως προς την πραγματική διαφορά αγοραστικής δύναμης μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος.

Ένα πρώτο συμπέρασμα: Αν ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει το κιλό τον κιμά όσο και ο Γερμανός, τότε ο Έλληνας πολίτης τον χρυσοπληρώνει. Διότι απλώς ο Γερμανός πολίτης διαθέτει τριπλάσιο κατά μέσο όρο εισόδημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τιμές του φρέσκου κοτόπουλου. Η σύγκριση είναι καταδικαστική για τον Έλληνα καταναλωτή. Κάποιος θα πρέπει να εξηγήσει πειστικά τους λόγους που επιβάλλουν μια τέτοια πρακτική τιμολόγησης. Γνωρίζουμε ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή πλαφόν στις τιμές.

Μπορεί, όμως, να μπει πλαφόν στα περιθώρια κέρδους σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και μεταφοράς. Επιτρέπεται, επίσης, να επιχορηγηθεί προσωρινά (αλλά ουσιαστικά) ο πολίτης για να αντεπεξέλθει στα αδιέξοδα που εμφανίζονται λόγω διεθνών κρίσεων. Μέχρι στιγμής έχει αφεθεί στη μοίρα του. Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις περί «ρυθμιστικών παρεμβάσεων» και ενίσχυσης του εισοδήματος είναι απλώς ένα κακόγουστο αστείο.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: