Η γιορτή της πρώτης Ανάστασης, με έντονους κρότους από σπασμένα μπότια, βάγια και επευφημίες, έλαβε χώρα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, γνωστή και ως Ρωσική Εκκλησία, στην οδό Φιλελλήνων.
Στην αρχή της τελετής, ο προϊστάμενος του ναού, π. Συνέσιος Βικτωράτος, καλωσόρισε τους πιστούς από τη Ρωσία και την Ελλάδα, καθώς και τους επισκέπτες που ήθελαν να παρακολουθήσουν το έθιμο. Πολλοί από τους πιστούς μάζεψαν τα θραύσματα από τα σπασμένα μπότια, θεωρώντας το καλό οιωνό για το μέλλον.
Η ιστορία της εκκλησίας χρονολογείται από τον Μάρτιο του 1847, όταν παραχωρήθηκε στη ρωσική παροικία των Αθηνών ύστερα από αίτημα της ρωσικής πρεσβείας. Ο αρχιμανδρίτης Αντωνίνος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη διάσωση της εκκλησίας από την κατεδάφιση και στην αναστήλωσή της.
Σύμφωνα με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, η αναστήλωση σχεδιάστηκε από τον ρώσο αρχιτέκτονα Ιβάν Στρομ, τον Έλληνα Τηλέμαχο Βλασσόπουλο και τον Γάλλο Φρανσουά Μπουλανζέ.
Οι εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 1850 και ολοκληρώθηκαν το 1855. Το μνημείο αποκαταστάθηκε στην παλιά του μορφή, αν και υπέστη κάποιες μικρές αλλοιώσεις. Με τη χρηματοδότηση της Ρωσίας, οι εργασίες αυτές περιλάμβαναν την αντικατάσταση του παλαιού λίθινου τέμπλου και την κατασκευή ενός βυζαντινής μορφής καμπαναριού. Στη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών, ανακαλύφθηκε και μια αρχαία δεξαμενή, που ήταν τμήμα του Πεισιστράτειου υδραγωγείου.
Η νέα αγιογράφηση της εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από τον Λούντβιχ Τιρς, γιο του Γερμανού φιλέλληνα Θείρσιου, και τα εγκαίνια της εκκλησίας πραγματοποιήθηκαν το 1855, με την καθιέρωσή της στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Στις Ιερές Ακολουθίες συμμετέχουν πιστοί που μιλούν τόσο ελληνικά όσο και ρωσικά.
Ανάμεσα στα κειμήλια της εκκλησίας, ξεχωρίζει η φορητή εικόνα του Αγίου Νικολάου, που είναι αφιέρωμα της βασίλισσας Όλγας, καθώς και άλλα αντικείμενα που έφεραν Ρώσοι πιστοί μετά την Επανάσταση του 1917. Η εκσκαφή των θεμελίων του μεγάρου Μποδοσάκη αποκάλυψε το νεκροταφείο του μοναστηρίου και το 1960, η απαλλοτρίωση του οικοπέδου του κατεδαφισθέντος μεγάρου Κ. Σταθάτου οδήγησε στη διαμόρφωση μικρής πλατείας, δίνοντας νέα πνοή στην εκκλησία.