Ενώ οι πλούσιοι είναι πιο χαλαροί..
Την περίοδο της κρίσης μειώθηκε σε όλες τις εισοδηματικές τάξεις το ποσοστό των νοικοκυριών με εισοδήματα από μισθωτή εργασία. Περισσότερο όμως έχει μειωθεί στις κατώτερες τάξεις. Η ταξικά διαφοροποιημένη επίπτωση της κρίσης στην απασχόληση αύξησε τη συγκέντρωση της ανεργίας στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Επίσης, όσοι είχαν το ποσοστό όσων έχουν εισοδήματα από μισθωτή εργασία κατά τη διάρκεια της κρίσης, κυρίως μεταξύ της ανώτερης και μεσαίας τάξης.
Το ποσοστό των νοικοκυριών, όπου δουλεύουν και οι δύο σύζυγοι, μειώθηκε σε όλα τα εισοδήματα, αλλά σχεδόν κατέρρευσε στη μεσαία τάξη. Αυτό συνοψίζεται ως εξής: Η κατάρρευση της απασχόλησης εξαιτίας της κρίσης αύξησε το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν έχουν ούτε έναν εργαζόμενο, κυρίως ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις. Στις μεσαίες τάξεις αυξήθηκαν τα νοικοκυριά που έχουν μόνο έναν εργαζόμενο. Τέλος, η κρίση αύξησε τη συγκέντρωση συνταξιούχων στα μεσαία νοικοκυριά εις βάρος των κατώτερων νοικοκυριών: 78% όλων των συνταξιούχων το 2012 ανήκε σε νοικοκυριά της μεσαίας τάξης κυρίως.
Ο δημόσιος τομέας είναι σημαντικός για την επέκταση και την αναπαραγωγή της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, καθώς ο βασικός διαχωρισμός στην απασχόληση και τις σχέσεις εργασίας τη μεταπολεμική περίοδο είναι ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Οι εθνικοποιήσεις, η επέκταση του κράτους πρόνοιας και η άμεση δημιουργία θέσεων απασχόλησης, για να απορροφήσουν την άνοδο της ανεργίας διόγκωσε τον δημόσιο τομέα την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1975-δεκαετία ‘80). Το 1993, ο δημόσιος τομέας έφτασε στο ζενίθ του, απασχολώντας το 39,9% του συνόλου των μισθωτών και το 22,5% του συνόλου των απασχολούμενων. Την ίδια χρονιά, το 75% των δημοσίων υπαλλήλων ανήκε στη μεσαία τάξη.
Η μισθολογική ψαλίδα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε την περίοδο της ευμάρειας και μειώθηκε μεταξύ 2008 και 2012. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα συρρικνώθηκε λιγότερο από ό,τι στον ιδιωτικό, ενώ οι μειώσεις μισθών ήταν περίπου ίδιες.