Τα 42 τρισ. ευρώ έφτασε το 2014 το δημόσιο χρέος των 50 μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως.
Πάνω από 31 τρισ. ευρώ αφορούν τις τρεις μεγαλύτερες αναπτυγμένες οικονομίες: την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Το μέγεθος του ΑΕΠ αλλά και η υψηλή πιστοληπτική ικανότητα επέτρεψαν σε αυτές τις οικονομίες να στηριχθούν στον δανεισμό επί δεκαετίες. Με το ξέσπασμα της κρίσης, όμως, το δημόσιο χρέος εισήλθε σε απότομα ανοδική τροχιά, καθώς χρειάστηκε να διασωθούν οι τράπεζες και να στηριχθούν οι οικονομίες για να εξέλθουν από την ύφεση. Σημαντική αύξηση του δημοσίου χρέους την τελευταία πενταετία. ΗΠΑ, Ιαπωνία και Βρετανία σέρνουν τον χορό υπό την καθοδήγηση των κεντρικών τραπεζών.
Τα 11,4 τρισ. ευρώ προσέγγισε το δημόσιο χρέος στις 28 οικονομίες της Ε.Ε. το 2013. Το εξωφρενικό αυτό μέγεθος μοιάζει να δικαιολογεί τη δημοσιονομική κρίση που αντιμετώπισαν οι οικονομίες της Ευρωζώνης τα προηγούμενα χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, όμως, αφορά τις μεγαλύτερες οικονομίες, που όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα δανεισμού, αλλά μπορούν να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Πάνω από το μισό χρέος στο σύνολο της Ε.Ε. αφορά τη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στην Ευρωζώνη, από τα σχεδόν 8,9 τρισ. ευρώ δημοσίου χρέους, περισσότερα από 4 τρισ. ευρώ είναι γερμανικό και γαλλικό. Η Ιταλία και η Ισπανία δεν είναι τυχαίο ότι θεωρήθηκαν «υπερβολικά μεγάλες για να καταρρεύσουν», καθώς το χρέος της πρώτης υπερβαίνει τα 2 τρισ. ευρώ και της δεύτερης πλησιάζει το 1 τρισ. ευρώ. Σχεδόν το 80% του συνολικού χρέους στην Ευρωζώνη αφορά τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες.
Σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ε.Ε. τα τρία τέταρτα του δημοσίου χρέους
Αλλά το δημοσιονομικό πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ευρωζώνη ή την Ε.Ε. – είναι παγκόσμιο. Οι δύο άλλες μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, βρίσκονται μάλιστα σε χειρότερη θέση. Αθροιστικά το δημόσιο χρέος των δύο προσεγγίζει τα 20 τρισ. ευρώ ενώ αν προστεθεί και η ΕΕ. .το άθροισμα ξεπερνά τα 31,3 τρισ. ευρώ – σχεδόν τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου δημοσίου χρέους. Το δημόσιο χρέος των οικονομιών της ομάδας G-7 υπερβαίνει τα δύο τρίτα του παγκόσμιου χρέους, γεγονός υπό μία έννοια καθησυχαστικό, καθώς χρωστούν κυρίως οι πλέον ισχυροί και αξιόπιστοι.
Η εικόνα αυτή είναι, όμως, αρκετά διαφορετική της επικρατούσας, που θέλει το υψηλό δημόσιο χρέος να αποτελεί χαρακτηριστικό των ασθενέστερων και λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών. Προφανώς για την ομαλή εξυπηρέτησή του έχει σημασία το μέγεθος της οικονομίας και γι’ αυτό συνήθως συγκρίνονται τα μεγέθη του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Προφανώς, επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι η πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους, τόσο φθηνότερα αυτό δανείζεται και άρα προσφεύγει ευκολότερα στο δανεισμό. Οι παράγοντες αυτοί, όμως, ίσχυαν και τα προηγούμενα χρόνια, προτού ξεσπάσει η παγκόσμια κρίση. Αλλά προ πενταετίας τα επίπεδα χρέους στις αναπτυγμένες οικονομίες ήταν αισθητά χαμηλότερα. Στην Ε.Ε. κατά το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης το 2010, το δημόσιο χρέος αντιστοιχούσε σχεδόν στο 80% του ΑΕΠ των 28 οικονομιών – σήμερα στο 87,1%. Στις ΗΠΑ, όταν το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, το 2008, το δημοσίου χρέους αντιστοιχούσε στο 64,8% του ΑΕΠ – φέτος αναμένεται να υπερβεί το 101,5%. Η εντυπωσιακή άνοδος δεν θα ήταν εφικτή εάν η κεντρική τράπεζα δεν αγόραζε πάνω από 3 τρισ. δολ. των ομολόγων που εκδόθηκαν.
Η στάση της κεντρικής τράπεζας ευνόησε την αύξηση του δημοσίου χρέους και σε Ιαπωνία και Βρετανία. Ειδικά στην πρώτη η έκρηξη είναι εντυπωσιακή, με το ποσοστό να εκτινάσσεται από το ήδη εξαιρετικά υψηλό 174% του ΑΕΠ (2009) στο αστρονομικό 227,2% φέτος. Το επίπεδο αυτό δεν θα ήταν ποτέ εφικτό αν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους δεν ανήκε σε Ιάπωνες επενδυτές αλλά ακόμα κι έτσι η αύξηση είναι επικίνδυνα μεγάλη και στηρίζεται στην εκτύπωση γεν. Η επιδείνωση αυτή της κατάστασης έχει καταγραφεί από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, που τα τελευταία χρόνια προχώρησαν σε υποβαθμίσεις μερικών από τις μεγαλύτερες οικονομίες.
Πλέον χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ΗΠΑ, που απώλεσαν την αξιολόγηση «ΑΑΑ» από την S&P το καλοκαίρι του 2011. Και όμως, παρά την υποβάθμιση αυτή και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, παρά τη μεγάλη αύξηση των επιπέδων δημοσίου χρέους στις μεγαλύτερες οικονομίες, το κόστος δανεισμού βρίσκεται σήμερα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Για 10ετή περίοδο Ιταλία και Ισπανία δανείζονται με 3%, ΗΠΑ και Βρετανία με 2,7%, η Γαλλία με 2%, η Γερμανία με 1,5% και η Ιαπωνία με μόλις 0,6%.
Σε επικίνδυνα παιχνίδια με το χρέος έχουν επιδοθεί τα τελευταία χρόνια οι κινεζικές αρχές
Το παράδοξο ερμηνεύεται και πάλι από την εκτύπωση χρήματος σχεδόν σε όλες τις μεγάλες οικονομίες. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν στηρίξει τη διάσωση των τραπεζών αλλά και τις προσπάθειες στήριξης των οικονομιών από την αρχή της κρίσης. Τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια εμφανίζονται σήμερα σε αρκετά καλύτερη κατάσταση από το παρελθόν και οι οικονομίες έχουν επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης. Αυτή όμως είναι αρκετά χαμηλή και οι αναλυτές φοβούνται τις συνέπειες όταν οι κεντρικές τράπεζες σταματήσουν να τυπώνουν χρήμα.
Εάν η ύφεση επιστρέψει, τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών θα γεμίσουν και πάλι με τοξικά δάνεια και οι οικονομίες θα χρειάζονται νέα στήριξη. Το δημόσιο χρέος θα πρέπει και πάλι να αυξηθεί και οι κεντρικές τράπεζες θα κληθούν να το χρηματοδοτήσουν. Καθώς τα νομίσματα που τυπώνονται θεωρούνται τα σημαντικότερα παγκοσμίως (δολάρια, γεν, λίρες και ίσως σύντομα ευρώ), η αξιοπιστία τους διατηρείται και οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να συνεχίζουν να τυπώνουν. Άρα το δημόσιο χρέος θα μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται, καθιστώντας όλο και πιο προφανή την αδυναμία αποπληρωμής του χωρίς τη στήριξη των κεντρικών τραπεζών. Πρόκειται για τη μαύρη τρύπα στην οποία οδηγεί η κρίση την παγκόσμια οικονομία, με τις αντιφάσεις να δείχνουν όλο και πιο έντονες αλλά κανένας να μην μπορεί να περιγράψει τον τρόπο και τις συνέπειες της απώλειας εμπιστοσύνης στους νομισματικούς πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας.
Μυστήριο καλύπτει τα κινεζικά στοιχεία
Κρύβει χρέος ίσο με εκείνο της Γερμανίας
Ενα μεγάλο ερώτημα καλύπτει τη δημοσιονομική εικόνα της Κίνας. Μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης τα επίπεδα δημόσιου αλλά και ιδιωτικού χρέους θεωρούνταν εξαιρετικά χαμηλά, ενώ το Πεκίνο διέθετε μεγάλο μέρος του πλεονάσματος στο εμπορικό ισοζύγιο για να αγοράσει αμερικανικά και ευρωπαϊκά ομόλογα. Όχι μόνο, δηλαδή, δεν δανειζόταν αλλά δάνειζε η ίδια.
Όλα άλλαξαν μετά το 2008, όταν η παγκόσμια ύφεση που προκάλεσε η παραλίγο κατάρρευση του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος, ανάγκασε τις κινεζικές αρχές να προωθήσουν ένα «πακέτο» μέτρων δημοσιονομικής στήριξης της οικονομίας, συνολικού ύψους 4 τρισ. γιουάν (περί τα 460 δισ. ευρώ) ή περίπου 2,2% του ΑΕΠ. Δεν ήταν τόσο το μέγεθος του «πακέτου» αυτού όσο η τακτική να συνοδευτεί με μεγάλη αύξηση του δανεισμού προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Το Πεκίνο ξεκινούσε τη διαδικασία αναπροσανατολισμού της οικονομίας, από τις εξαγωγές προς την εγχώρια ζήτηση. Μέχρι τότε ζητούμενο ήταν οι χαμηλοί μισθοί, ώστε τα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά. Τώρα το εισόδημα των νοικοκυριών έπρεπε άμεσα να ενισχυθεί, για να αρχίσουν να καταναλώνουν και να τονωθεί η εσωτερική ζήτηση. Έπρεπε επίσης να δημιουργηθούν νέες επιχειρήσεις, που θα απευθύνονται στην εσωτερική αγορά και θα δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες και όχι τη μεταποίηση.
Την προηγούμενη πενταετία οι κινεζικές τράπεζες χορηγούσαν ετησίως νέα δάνεια αντίστοιχα τουλάχιστον του 30% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα σχεδόν το σύνολο της ανάπτυξης στην Κίνα μετά το 2008 προήλθε από «δαπάνες που επηρεάζει η κυβέρνηση». Τα στοιχεία που υπάρχουν για τον δανεισμό δεν θεωρούνται αξιόπιστα αλλά οι περισσότεροι αναλυτές υπολογίζουν ότι το σύνολο (ιδιωτικός και δημόσιος δανεισμός) αυξήθηκε από 140%-150% του ΑΕΠ (2008) σε 200%-250%, σήμερα.
Επισήμως οι κινεζικές αρχές ανέφεραν πέρσι ότι το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης (περιλαμβάνοντας δηλαδή και τις τοπικές κυβερνήσεις) έφτασε το 2013 το 55% του ΑΕΠ, από 35% το 2010. Ξεπερνά, δηλαδή, τα 31,5 τρισ. γιουάν ή 3,64 τρισ. ευρώ – περίπου όσο είναι αθροιστικά το δημόσιο χρέος Βρετανίας και Γαλλίας. Υποστηρίζει, μάλιστα, η αρμόδια κινεζική υπηρεσία ότι το παραπάνω μέγεθος περιλαμβάνει χρέη 1,16 τρισ. ευρώ που αφορούν κρατικά χρηματοοικονομικά «οχήματα», για τα οποία η εγγύηση δεν ξεπερνά το 20% των κεφαλαίων. Αν συνυπολογιστεί η διαφορά αυτή, το κινεζικό δημόσιο χρέος περιορίζεται κάτω από το 40% του ΑΕΠ.
Οι αναλυτές παραμένουν, όμως, επιφυλακτικοί για τα μεγέθη αυτά, υποστηρίζοντας ότι αφορούν μόνο το υπουργείο Οικονομικών και όχι το σύνολο του κινεζικού Δημοσίου. Εξαιρούνται, για παράδειγμα, τα χρέη μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, όπως η εταιρεία σιδηροδρόμων, που ελέγχεται πλήρως από το υπουργείο Μεταφορών και έχει χρέη κοντά στα 200 δισ. ευρώ!
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί, επίσης, ένα σκιώδες τραπεζικό σύστημα, που λειτουργεί με την άτυπη στήριξη και εγγύηση της κυβέρνησης. Εάν συμπεριληφθούν τα χρέη των κρατικών τραπεζών αλλά και εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων, το σύνολο του δημόσιου χρέους προσεγγίζει το 90% του ΑΕΠ ή 6 τρισ. ευρώ – όσο περίπου το χρέος Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Τα επίσημα στοιχεία, δηλαδή, ενδέχεται να καλύπτουν δημόσιο χρέος ίσο με εκείνο της Γερμανίας.
Του Χάρη Σαββίδη
hsav@pegasus.gr