Η Κατίνα Παξινού θεωρείται από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς, η οποία έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία “Για ποιον χτυπά η καμπάνα”.
Πιο συγκεκριμένα, το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνα Κωνσταντοπούλου και είχε γεννηθεί στις 17 Δεκεμβρίου 1900, στον Πειραιά. Μεγάλωσε σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, καθώς ο πατέρας της ήταν αλευροβιομήχανος και είχε δικό του εργοστάσιο.
Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία και από μικρή ηλικία οι γονείς της, την έστειλαν στην Ελβετία για να σπουδάσει. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης και έμαθε να μιλά γαλλικά και αγγλικά.
Σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Ωστόσο, στα 23 της ζήτησε διαζύγιο. Δέκα χρόνια μετά ένα τραγικό γεγονός σημάδεψε τη ζωή της. Έχασε την πρώτη της κόρη, η οποία πέθανε από λευχαιμία.
Η μεγάλη ηθοποιός είχε πει μερικά χρόνια μετά, για την απώλεια της κόρης της: “Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά”.
Τη δεκαετία του ’20, εμφανιζόταν κυρίως σε όπερες, ώσπου γνωρίστηκε με τον Αλέξη Μινωτή, τον οποίο συνάντησε τυχαία στο καμαρίνι της Κοτοπούλη. Τότε ξεκίνησε να κάνει τα πρώτα της βήματα ως ηθοποιός. Συνεργάστηκε με τον Αιμίλιο Βεάκη και ανέλαβε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρήκε στο Λονδίνο, όπου ερμήνευε τους “Βρικόλακες” του Ίψεν. Οι βομβαρδισμοί της πόλης από τους Γερμανούς, την οδήγησαν να εγκαταλείψει την Αγγλία με τη βοήθεια της δούκισσας του Κεντ.
Επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Αμερική, το οποίο τορπιλίστηκε με αποτέλεσμα να ναυαγήσει. Τρεις μέρες μετά ένα αντιτορπιλικό πλοίο την περισυνέλεξε μαζί με τους άλλους ναυαγούς και κατάφεραν να φτάσουν στην Αμερική. Από τότε εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και ξεκίνησε την καριέρα της στον διεθνή κινηματογράφο και στο Μπροντγουεϊ.
Το 1943 υποδύθηκε την Πιλάρ στην ταινία “Για ποιόν χτυπά η καμπάνα” και κέρδισε το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κέρδισε το χρυσό αγαλματίδιο και η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που βραβεύτηκε με Όσκαρ στην πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη.
Στον λόγο της κατά τη διάρκεια της τελετής δεν παρέλειψε να αναφερθεί στους αγαπημένους της συναδέλφους στην Ελλάδα: “Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, του Εθνικού θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών”.
Ακολούθησαν οι ταινίες “Κύριο Αρκάντιν” και “Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του”. Ο Μινωτής είχε πει για το υποκριτικό της ταλέντο: “Η Κατίνα Παξινού είναι η ηθοποιός της ψυχής, ενσάρκωνε τους χαρακτήρες που υποδύονταν από τα βάθη του είναι της, δεν υποκρίνονταν, δεν έκανε εξωτερικές μιμήσεις, έπλαθε ολοζώντανες ποιητικές μορφές. Με την ίδια όψη, με την ίδια φωνή με την ίδια ψυχικότητα με παράφορη πάντα πλαστουργική δύναμη μετουσίωνε τα θεατρικά πρόσωπα συγχωνεύοντας τα με τη δική της πρωτεϊκή φύση”.
Τη δεκαετία του ’50 επέστρεψε στην Ελλάδα και μαζί με τον Αλέξη Μινωτή εμφανιζόταν στη σκηνή του Εθνικού θεάτρου, ενώ το 1968 δημιούργησε τον δικό της θίασο. Ο τελευταίος της ρόλος ήταν στο έργο του Μπρεχτ “Μάνα Κουράγιο”.
Πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1973 χτυπημένη από την επάρατη νόσο. Ο αγαπημένος της σύζυγος, Αλέξης Μινωτής, με τον οποίο ήταν παντρεμένη 40 χρόνια, είπε για εκείνη, μερικά χρόνια μετά τον θάνατό της: “Γυναίκα απλή, αγαπούσε τα απλά μα και τα δύσκολα. Για να τα μαστορεύει, να τα εφευρίσκει. «Και παπούτσια μπορούσε να κατασκευάσει», όπως έλεγε, αν το έβαζε στον νου της.
Καταπιάστηκε να ζωγραφίσει κάποτε και πέτυχε απόλυτα. Αλλά το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, ύστερα από το ξόδεμα της σκηνής. Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της, τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α’ Νεκροταφείο.
Γυναίκα πολύμορφη στο πνεύμα. Είχε βέβαια καλλιεργηθεί από μια μεγάλη μουσική παιδεία και είχε φιλολογική ενημέρωση, αλλά ήταν αυθόρμητη και γοργή στη σκέψη.
Εννοούσε το κάθε τι, ό,τι πιο δύσκολο, τον Αισχύλο λόγου χάρη με άνεση σοβαρού μελετητή και γι’ αυτό ίσως η Κλυταιμνήστρα, εξαγιάστηκε μόνο όταν έπεσε στα χέρια της και έγινε πανανθρώπινο σύμβολο και όχι στυγνή μέγαιρα…δεν βρίσκουμε τα λόγια τα ταιριαστά δεν βρίσκουμε πολύτιμες λέξεις για να πλέξουμε τον αίνο της τραγωδού, της μουσικού, της συντρόφου, της μεγάλης φίλης».