23 Σεπτεμβρίου 1913. Ο Τζων Λώσον, αντιπρόσωπος του Σωματείου των ανθρακωρύχων και δικηγόρος, μαζί με τον ηγέτη των εργατών Λούη Τίκα από την Κρήτη, ανακοινώνουν τα αιτήματα τους στην Εταιρία Καυσίμων του Κολοράντο.
Τα αιτήματα για δίκαιη μεταχείριση απορρίπτονται αμέσως. Η απεργία των εργατών ξεκινά με αποκορύφωμα μια μεγάλη σφαγή που έμεινε στην ιστορία ως η «Σφαγή του Λάντλοου». Στην προσπάθειά του για ανακωχή πέφτει νεκρός και ο Λούης Τίκας.
Οι ψεύτικές ευκαιρίες και οι πράκτορες
Οι ανθρακωρύχοι στα ορυχεία των ΗΠΑ ήταν κυρίως μετανάστες. Αρχικά από την Κορνουάλη, την Ουαλία και την Αγγλία. Μετά τον 20ο αιώνα, κυρίως Ιταλοί, Σέρβοι, Έλληνες και Αφροαμερικανοί. Ειδικά στο Κολοράντο, το 70% των ανθρακωρύχων ήταν μετανάστες. Μεταξύ του 1891 και του 1910 έφτασαν στις ΗΠΑ 183.000 Έλληνες. Συνήθως πληρώνοντας έναν «προστάτη» που τους υποσχόταν δουλειά και τους κάλυπτε τα εισιτήρια τα οποία με τη σειρά τους έπρεπε να τους τα ξεπληρώσουν.
Οι πράκτορες εργασίας δεν περιγράφονται ως ιδιαίτερα τίμιοι. Έδιναν ένα ραβασάκι που έγραφε τα στοιχεία του εργοδηγού και το σημείο όπου έπρεπε άμεσα να παρουσιαστούν για εργασία. Τους έπαιρναν ότι λεφτά είχαν και τους έβαζαν στο τρένο για το Κολοράντο. Εκεί πολλές φορές τους έλεγαν ότι δεν υπάρχει δουλειά. Έμεναν χωρίς χρήματα και στη μέση του πουθενά. Στην καλή περίπτωση που ο πράκτορας δεν τους είχε κοροϊδέψει έπρεπε να του δίνουν ποσοστό από τον μισθό τους, αλλιώς μεσολαβούσε για να τους απολύσουν.
Η εταιρία ήταν ο νόμος
Η καθημερινότητα του ανθρακωρύχου ήταν σκληρή και απαιτητική. Μπορεί να υπήρχε μεγάλη ζήτηση, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια τρομερά δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά. Ένας από τους βασικότερους λόγους που οδήγησαν στην απεργία ήταν η σκλαβιά της εταιρίας. Η Εταιρία Καυσίμων του Κολοράντο, επέβαλε τις «Εταιρικές πόλεις».
Με δικούς τους γιατρούς, σχολεία ακόμα και μπακάλικα. Ήταν τόσο απομονωμένα τα μέρη όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση μόνο σε όσα τους διέθεταν. Κατασκεύαζαν ακόμα και τα σπίτια των εργατών. Τους πλήρωναν με εταιρικό νόμισμα αντί για δολάρια για να μπορούν να τα ξοδέψουν μόνο στα δικά τους καταστήματα.
Δεν μπορούσαν να ψωνίσουν από αλλού γιατί τα χρήματα τους δεν είχαν ισχύ. Το κράτος δεν απαντούσε στην παρανομία. Η εταιρία ήταν ο νόμος. Οι εργάτες ήταν σε διαρκή κίνδυνο και κανείς δεν ήλεγχε τις συνθήκες ασφαλείας. Αν ένας ανθρακωρύχος πέθαινε από κάποιο εργατικό ατύχημα έλεγαν ότι ήταν δικό του το φταίξιμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν μετά από μια έκρηξη το αφεντικό ρωτούσε «πόσα μουλάρια σκοτώθηκαν» επειδή αυτά έπρεπε να αγοραστούν ξανά, όπως και ο εξοπλισμός, ενώ ο εργάτης που έχανε τη ζωή του δίπλα στο μουλάρι ήταν αναλώσιμος. Εργατικά ατυχήματα συνέβαιναν συχνά.
Πολλές φορές άφηναν την άψυχη σορό έξω από την είσοδο του ανθρακωρυχείου και δεν ειδοποιούσαν καν την οικογένεια του θύματος για να μη σταματήσει η βάρδια.
Οι Ροκφέλερ
Η Εταιρία Καυσίμων και Σιδήρου την περίοδο της σφαγής άλλαζε χέρια. Ο Ροκφέλερ ο πρεσβύτερος έδινε τη θέση του στον Ροκφέλερ τον νεώτερο. Ήταν τόσο απασχολημένοι με το θέμα της διαδοχής ώστε δεν έδιναν τόση σημασία στα όσα γίνονταν στο Κολοράντο. Αγνοούσαν πολλές και σημαντικές πληροφορίες.
Οι άνθρωποι που είχαν ορίσει ως επικεφαλής, όπως ο έμπιστος του Ροκφέλερ του πρεσβύτερου, Μοντγκόμερι Μπάουερς, ήταν προκατειλημμένοι απέναντι στα σωματεία. Και οι δυο αντιπαθούσαν τους μετανάστες αλλά και συνδικαλιστικές σκοτούρες. Θεωρούσαν ότι τα σωματεία έπρεπε να συντριβούν. Τον Ροκφέλερ τον περιγράφουν ως έναν σκληρό άνδρα που ήταν κάθετα αντίθετος στο εργατικό κίνημα. Μοιραία οι πληροφορίες που λάμβανε η οικογένεια ήταν λανθασμένες.
Ο διάδοχος δεν έψαξε ποτέ για την αλήθεια. Όταν έμαθε τι πραγματικά είχε συμβεί μετά τη σφαγή πήγε στο Κολοράντο και ζήτησε να μάθει τις αιτίες που οδήγησαν στον ξεσηκωμό και προσπάθησε να αλλάξει σταδιακά κάποια πράγματα. Μέσα από ιστορικές καταγραφές έχει αμφισβητηθεί η πρόθεση του για ειλικρινείς αλλαγές, αφού θεωρείται ότι έβαζε άλλους να κάνουν υπόγεια τις δουλειές του. Σίγουρα όμως, δεν του χρεώνουν την απόφαση για την εκτέλεση του Λούη Τίκα.
Το σωματείο
Σωματείο δεν σήμαινε μόνο ότι κάποιοι εργάτες είχαν κοινή δράση. Είχαν βαθύτερους δεσμούς μεταξύ τους. Πάλευαν ο ένας για τον άλλο. Στον κόσμο των επιχειρήσεων δεν ήταν αναγνωρισμένα.
Αποτελούσαν γκρίζα ζώνη επειδή δεν ήταν ούτε νόμιμα, ούτε παράνομα. Έπρεπε να δοθεί σκληρή μάχη ώστε το σωματείο να μπορέσει να απαιτήσει μέτρα ασφαλείας και δικαιώματα. Όμως, κάθε μετανάστης μπορούσε να γραφτεί στους Ενωμένους Εργάτες Ορυχείων. Εκείνη την περίοδο υπήρχε έχθρα κατά των μεταναστών και των μαύρων. Όλα τα μέλη κατάλαβαν ότι για να διατηρηθεί η ένωση δεν θα έπρεπε να εξαιρέσουν καμία ομάδα εργατών, κυρίως με τον φόβο ότι όσοι έμεναν εκτός ήταν εν δυνάμει απεργοσπάστες.
Ο Τζον Λώσον ήταν ο υπεύθυνος του σωματείου. Στο πλάι του είχε μια ηγετική φυσιογνωμία, τον Λούη Τίκα ή Ηλία Αναστάσιο Σπαντιδάκη, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα. Ήταν ένας Έλληνας που πήγε στο Κολοράντο για να εργαστεί στα ορυχεία και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της ιστορίας. Όχι μόνο δούλεψε δίπλα στον Λώσον για τα αιτήματα των απεργών, αλλά ήταν μετανάστης και ο ίδιος. Ήταν ένας από αυτούς. Μπορούσε να μιλήσει για λογαριασμό τους γιατί γνώριζε τι περνούσαν.
Λούης Τίκας
Ο Τίκας γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1880 στη Λούτρα της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο. Είχε ένα καφενείο στο Ντένβερ του Κολοράντο. Το μαγαζί του ήταν το στέκι των Ελλήνων. Εκεί θα πήγαιναν τα γράμματα από την πατρίδα και εκεί κάποιος σαν τον Τίκα που εγκλιματίστηκε λίγο πιο γρήγορα, έμαθε καλά τη γλώσσα και καταλάβαινε καλύτερα τους αμερικανικούς νόμους μπορούσε να βοηθήσει οποίον χρειαζόταν ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στις ΗΠΑ. Ο κόσμος πήγαινε στο Λούη για κάθε είδους ζήτηματα. Από μια μετάφραση μέχρι που έγραφε και τα ερωτικά γράμματα φίλων του που δεν ήξεραν καλά τη γλώσσα.
Πως άλλαξε η ζωή του
Το 1912 είχε ξεκινήσει μια απεργία στα ορυχεία του βόρειου Κολοράντο. Οι εργοδότες είχαν φέρει κάποιους Έλληνες που δεν είχαν δεχτεί να εργαστούν. Τους είχαν όμως σαν δούλους και αυτοί δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Ο Τίκας δέχτηκε ένα μήνυμα από τους συμπατριώτες του οι οποίοι ήταν απελπισμένοι. Τα παράτησε όλα και πήγε στα ορυχεία, δούλεψε με τους υπόλοιπους και σε λίγες μέρες πήρε όλους τους Έλληνες και τους πήγε στα γραφεία του σωματείου ανθρακωρύχων όπου τους έγραψε ως μέλη. Ο ίδιος αυτομάτως ανέλαβε ρόλο οργανωτή και διερμηνέα.
Φαίνεται ότι είχε ευρεία επιρροή στον καταυλισμό του Λάντλοου. Πάνω από 1200 άνθρωποι 12 εθνικοτήτων είχαν αποδεχτεί την παρουσία και το ρόλο του Τίκα.
Ο εκφοβισμός των απεργών
Ο μεγαλύτερος καταυλισμός ήταν στημένος στο Λάντλοου. Κοντά στις 200 σκηνές με 1000 περίπου άτομα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Οι ιδιοκτήτες των ορυχείων προσέλαβαν φρουρούς για να παρενοχλούν τους απεργούς, να τους αναγκάζουν να ζουν μέσα στο φόβο. Έντυσαν ένα παλιό αυτοκίνητο με ατσάλι και το μετέτρεψαν σε τεθωρακισμένο. Οι απεργοί το αποκαλούσαν το «Εξπρές του Θανάτου».
Είχε μπροστά έναν προβολέα και πίσω ένα οπλοπολυβόλο. Το οδηγούσαν τις νύχτες ρίχνοντας φως στις σκηνές. Η Εταιρία έφερε ακόμα και μια υπηρεσία ιδιωτικών φρουρών, τους Μπαλντγουιν-Φελτς οι οποίοι στην ουσία ήταν πληρωμένοι μπράβοι. Ο κυβερνήτης της Πολιτείας φώναξε την Εθνοφρουρά για να κρατήσει θεωρητικά την τάξη μεταξύ των απεργών και των μπράβων. Επικεφαλής ήταν ο στρατηγός Τζον Τσέης, ο οποίος δεν συμπαθούσε τους ανθρακωρύχους και τους μετανάστες.
Το «Εξπρές του Θανάτου»
Ο χειμώνας που ήρθε ήταν βαρύς. Ορισμένοι απεργοί όπως ο Τίκας φυλακίστηκαν για δυο εβδομάδες στην παγωμένη φυλακή του Τρίνινταντ. Η βία ήταν έκρυθμη μεταξύ Οκτωβρίου και Μαρτίου 1914, μέχρι που έγιναν και ειδικές ακροάσεις στο Κογκρέσο. Το θέμα είχε γίνει πρωτοσέλιδο στους New York Times. Στις ακροάσεις αποφασίστηκε να διαλυθεί η εθνοφρουρά αλλά να παραμείνουν δυο μονάδες για να καλύπτουν το Λάντλοου και το Τρίνινταντ. Ειδικά η δεύτερη μονάδα με διοικητή τον Καρλ Λίντερσφιλντ ήταν ιδιαίτερα απαρτιζόταν από ιδιαίτερα σκληρούς μισθοφόρους. Ήταν ρατσιστές με ιδιαίτερο μένος στους μετανάστες ενώ ο Λιντερφελντ μισούσε τον Τίκα.
Το Πάσχα πριν τη μεγάλη σφαγή
Η άνοιξη είχε φτάσει και οι καθολικοί του καταυλισμού γιόρτασαν το Πάσχα τους. Οι Έλληνες όμως ήταν αποφασισμένοι να κάνουν ένα μεγάλο πατροπαράδοτο γλέντι. Έψησαν αρνιά, χόρεψαν, διασκέδασαν με την ψυχή τους. Πείραζαν και τους στρατιώτες που τους κοιτούσαν από τους λόφους. Εκείνοι του απάντησαν: » Θα σας δείξουμε εμείς τι θα πει Θάνατος και Ανάσταση».
Προς το τέλος της ημέρας ήρθαν μεθυσμένοι εθνοφρουροί και είπαν: «Διασκεδάσατε εσείς σήμερα και εμείς θα ψήσουμε αύριο» Την επόμενη μέρα ο διοικητής της Εθνοφρουράς κάλεσε τον Τίκα γιατί μια γυναίκα υποστήριζε ότι οι απεργοί κρατούσαν τον άντρα της. Ο Λούης δίσταζε να πάει μόνος του, πρότεινε να συναντηθούν ανάμεσα στις δυο κατασκηνώσεις. Ενώ μιλούσε με τον διοικητή Χάμροκ έσκασαν δυο βόμβες.
Ήταν το σήμα για την έναρξη της σφαγής που θα ακολουθούσε. Είδε τότε τους ανθρακωρύχους να βγαίνουν οπλισμένοι από τις σκηνές. Αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί και βεβαίωσε τον Χάμροκ ότι θα τους ηρεμούσε άμεσα.
Οι ανθρακωρύχοι όμως αντέδρασαν έτσι γιατί είχαν δει την Εθνοφρουρά να στήνει οπλοπολυβόλα. Φοβήθηκαν ότι θα σκότωναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Έτσι ξεκίνησε μια μάχη που κράτησε όλη μέρα. Εξώφυλλο από τον Τύπο της εποχής που μιλά για την μεγάλη σφαγή του Κολοράντο
Η εκτέλεση του Τίκα
Ο Τίκας γύριζε με το λευκό μαντήλι, αλλά δεν μπορούσε να πετύχει ανακωχή. Πέρασε τη μέρα πηγαίνοντας πυρομαχικά στους απεργούς που μέσα από χαντάκια και ορύγματα πυροβολούσαν κατά της Εθνοφρουράς. Παράλληλα βοηθούσε τις γυναίκες που κρύβονταν κάτω από τις σκηνές.
Το απόγευμα οι σκηνές πήραν φωτιά. Η Εθνοφρουρά ισχυρίστηκε ότι αναποδογύρισε μια σόμπα. Οι απεργοί όμως ήξεραν ότι είναι εμπρησμός.
Ο Τίκας γνωρίζοντας ότι υπάρχουν γυναικόπαιδα κάτω από τις σκηνές πήγε με λευκή σημαία να ζητήσει και πάλι ανακωχή. Τότε τον συνέλαβαν μαζί με άλλους δυο ανθρακωρύχους. Τον Φάιλερ και τον Μπαρτολότι. Ο Λίντερφελντ όρμησε πάνω του και έσπασε τον υποκόπανο του όπλου του στον κρόταφο του Λούη.
Τον παρέδωσε στην Εθνοφρουρά και έδωσε το πράσινο φως για την εκτέλεση του. Τον πυροβόλησαν στην πλάτη ενώ τον είχαν διατάξει να τρέξει προς τον καταυλισμό. Αμέσως μετά του έδωσαν και τη χαριστική βολή για να πειστούν για τον θάνατο του. Μαζί του εκτελέστηκαν και οι δυο άλλοι άνδρες. Άφησαν άταφες τις σορούς για μέρες προς παραδειγματισμό και συμμόρφωση.
Όταν οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην τεντούπολη βρήκαν νεκρές 2 γυναίκες και 11 παιδιά από ασφυξία.
Ο πόλεμος των 10 ημερών
Οι εργάτες ήταν εξαγριωμένοι. Επί δέκα μέρες το Κολοράντο ήταν σε κατάσταση πολέμου. Πλέον ήλεγχαν το νότιο μέρος. Φορούσαν κόκκινα μαντήλια στο λαιμό για να τους αναγνωρίζουν. Πυροβολούσαν, ανατίναζαν ήθελαν με κάθε τρόπο να καταστρέψουν τα ορυχεία. Έγιναν και φρικαλεότητες.
Έκαψαν μια καλύβα με γιαπωνέζους απεργοσπάστες, οι οποίοι βρήκαν φρικτό θάνατο. Σκότωσαν ακόμα και τα μουλάρια που είχαν στα ορυχεία για να κουβαλούν το κάρβουνο. Για τη δολοφονία του Τίκα και των δυο άλλων ανθρακωρύχων δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανείς. Ο Λίντερφελντ δέχτηκε μόνο μια απλή επίπληξη….
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr