Η Βόρεια Ήπειρος αποτελεί ένα κεφάλαιο της ιστορίας πικρό, γεμάτο πόνο, αίμα, αποχωρισμούς, σχεδόν ακρωτηριασμούς. Δεν είναι η μόνη αλλά δεν υπάρχει άλλος τόπος που άνθισε και ανθεί ακόμη ο Ελληνισμός, ο οποίος να βίωσε το μαρτύριο του Σίσυφου(**) όπως η Βόρεια Ήπειρος.
Του Κωνσταντίνου Σακάρα
Πατρίδες χάθηκαν. Η Ιωνία, ο Πόντος, η Ανατολική Θράκη, η Ανατολική Ρωμυλία, παλιότερα. Ο Ελληνισμός τους ξεριζώθηκε και κατέφυγε στη μητέρα Ελλάδα, έχτισε προσφυγικούς συνοικισμούς, έστησε ξανά πόλεις ολόκληρες. Μπόλιασε τη ζωή και τον πολιτισμό της νεότερης Ελλάδας. Καμία όμως «χαμένη πατρίδα» δεν γνώρισε τον συνεχιζόμενο σπαραγμό της Βορείας Ηπείρου. Αλλού κατάφερε να φτάσει ο ελληνικός στρατός, αλλού δεν έφτασε ποτέ. Οι Έλληνες των χαμένων πατρίδων άφησαν, στο τέλος της τραγικής τους ιστορίας, τα χώματα των προγόνων τους και ήρθαν στην Ελλάδα. Στη Βόρεια Ήπειρο δεν ήλθαν έτσι τα πράγματα.
Όμως (όπως κι ένα ρεπορτάζ είχε αναδείξει) στη χώρα που συγχέουμε την Επανάσταση του 1821 με το Έπος του 1940, αναρωτιέσαι:
Αλήθεια, πόσοι από εμάς ξέρουμε ότι η Βόρεια Ήπειρος συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821; Ότι στις αρχές του Νοεμβρίου 1912 η Ελλάδα κατείχε ήδη την Χειμάρρα και έως τον Μάρτιο του 1913 ολόκληρη την Βόρεια Ήπειρο;
Πόσοι γνωρίζουν ότι για να συσταθεί η Αλβανία, οι Μεγάλες Δυνάμεις εκβίασαν την ελληνική κυβέρνηση, με τρόπο επίσημο, μέσω της διακοίνωσης της Φλωρεντίας τον Φεβρουάριο του 1914, απειλώντας πως δεν θα αναγνωρίσουν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, που ο ελληνικός στόλος είχε απελευθερώσει στους Βαλκανικούς, αν δεν υποχωρήσει ο ελληνικός στρατός από την Βόρεια Ήπειρο; Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λένα Διβάνη, στο βιβλίο της «Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947)» – Απόπειρα Πατριδογνωσίας»(***) χρησιμοποιεί τον τίτλο «Αντίδωρον Βορείου Ηπείρου» στο κεφάλαιο για το ΒΑ Αιγαίο. Ποιοι από εμάς ξέρουν όμως ότι οι Βορειοηπειρώτες επαναστάτησαν μπροστά στα τετελεσμένα και πέτυχαν να σύρουν την αλβανική κυβέρνηση στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας τον Μάιο του 1914, μετά από αιματηρές μάχες, κερδίζοντας την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία, αλλά το πρωτόκολλο αυτό δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί; Ότι το 1917 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε ξανά την περιοχή και αναγκάστηκε, ξανά, το 1921 να την εγκαταλείψει, και πάλι με παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων; Και πόσοι γνωρίζουμε ότι ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε για τρίτη φορά τη Βόρεια Ήπειρο το 1940-41, καταδιώκοντας τους Ιταλούς εισβολείς;
Ίσως τα παραπάνω να μοιάζουν λεπτομέρειες αχρείαστες, για κάποιους. Άλλοι να πουν πως πρέπει να αφαιρεθούν από τα βιβλία της Ιστορίας μας και να σβήσουν από το εθνικό μας υποσυνείδητο.
Δεν παύουν όμως να είναι γεγονότα που μαρτυρούν τον σπαραγμό του αποχωρισμού και της απόσπασης από τον εθνικό κορμό, όχι μία αλλά τρεις φορές! Τρεις φορές μέσα σε τρεις δεκαετίες οι Βορειοηπειρώτες ένιωσαν την αγαλλίαση της απελευθέρωσης και την οδύνη της υποστολής της ελληνικής σημαίας.
Κι όμως, παρά ταύτα, οι Βορειοηπειρώτες έμειναν όρθιοι και με την πατρίδα φυλαγμένη βαθιά στην ψυχή τους. Δεν λύγισαν ούτε από το κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα, όπως δεν είχαν λυγίσει και στην Τουρκοκρατία. Για εκείνους ο ζυγός δεν κράτησε 400 αλλά 500 χρόνια.
Όταν άνοιξαν τα σύνορα την δεκαετία του ’90, βίωσαν στη «μητέρα πατρίδα», την ίδια αντιμετώπιση που επιφύλαξαν οι Ελλαδίτες στους Μικρασιάτες. Εκείνοι δεν ήταν «τουρκόσποροι» ή «Τούρκοι» όπως οι πρόσφυγες της Ιωνίας και του Πόντου του 1922-23, αλλά ήταν «Αλβανοί».
Έχω την τύχη και την ευτυχία, συνάμα, να έχω βιώσει την δίψα τους, την λαχτάρα τους για Ελλάδα και Χριστό από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που οι Βορειοηπειρώτες έχοντας έρθει στην Ελλάδα ζητούσαν έναν παπά να πάει ως το μακρινό χωριό τους και να λειτουργήσει τη μισογκρεμισμένη εκκλησία τους, να βαφτίσει τους αβάπτιστους, να γνωρίσει τα μέρη τους μαζί με τους νέους τους γείτονες και συνενορίτες τους, όπως έκανε ο παππούς μου ο Παπαγγελής στο Σωπίκι, μαζί με συγχωριανούς μας.
Με συγκλονίζει η σκέψη ότι αντέχουν ακόμα, τόσες εκατοντάδες χρόνια, μετά από τόσες γιορτές υποδοχής και τόσα πικρά αντίο, να κρατούν την εστία τους όρθια και τη φλόγα της Ελλάδας ζωντανή.
Προφανώς όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν κάποιο κάλεσμα «να πάρουμε τη Βόρεια Ήπειρο» (κατά το «να πάρουμε την Πόλη»). Θα ήταν γελοίο. Μια υπόμνηση είναι να μην ξεχνάμε την Ιστορία μας, γιατί στο τέλος της αόρατης διαδρομής μας, θα ξεχάσουμε ποιοι είμαστε.
Η Βόρεια Ήπειρος δεν είναι μία χαμένη πατρίδα, αλλά μια ξεχασμένη πατρίδα. Για όλους μας σχεδόν, που μόνο τραγικά γεγονότα μας θυμίζουν την ύπαρξή της. Δεν κοστίζει τίποτε να την φέρνουμε στο νου μας και να ζητάμε από την εκάστοτε κυβέρνηση να μην ξεχνά τους συν-Έλληνες μας εκεί και να τείνει το χέρι της, προσφέροντας την στήριξή της, κυρίως ηθική αλλά και υλική όταν η περίσταση το ζητά.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, αλλά δεν χρειάζεται να θρηνήσουμε για μια ακόμα «χαμένη πατρίδα». Θρηνήσαμε τόσες…
** Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε, κατά τη μυθολογία, να κουβαλά ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα ξανακυλούσε κάτω και έπρεπε να την ανεβάσει ξανά. Αυτή ήταν η αιώνια τιμωρία του.
*** Εκδόσεις Καστανιώτη – Ιούλιος 2010.