Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1988, η συνοικία του Κολωνού, αρχικά, και η υπόλοιπη Αθήνα στη συνέχεια, συγκλονίστηκαν από την αποκάλυψη ενός στυγερού εγκλήματος: ο Κώστας Ταχτσής, ο συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι», είχε βρεθεί στραγγαλισμένος στο σπίτι του.
Μέχρι σήμερα η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη, μια «παγωμένη υπόθεση» στα αρχεία της αστυνομίας. Το 2008 η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Ταχτσή, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα…
Κώστας Ταχτσής (1927 – 1988).
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων.
Ποιός δολοφόνησε τον Κώστα Ταχτσή;
Για τους πολλούς είναι ο συγγραφέας του πολυδιαβασμένου βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι». Για την αστυνομία παραμένει ένας ακόμα φάκελος, με την ένδειξη «ανεξιχνίαστο έγκλημα». Ο Κώστας Ταχτσής ήξερε να διαφέρει ακόμα και στο θάνατό του…
Σάββατο 27 Αυγούστου 1988. Η Ελπίδα Αρτέμη βρίσκει το πτώμα του αδερφού της Κώστα Ταχτσή στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τιρνάβου 26. Το ιατροδικαστικό πόρισμα μιλά για στραγγαλισμό που είχε γίνει πριν από 48 ώρες, νωρίς το βράδυ της Πέμπτης. Γείτονας όμως καταθέτει ότι είδε το γνωστό συγγραφέα και δηλωμένο ομοφυλόφιλο να μπαίνει στο σπίτι του συνοδευόμενος από κάποιους νεαρούς, ξημερώματα Παρασκευής.
Όπως και να έχει, το θύμα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Από τις εξετάσεις αίματος προέκυψε ότι είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία και έλειπαν ένα βίντεο, μια φωτογραφική μηχανή και ένας αυτόματος τηλεφωνητής, αφήνοντας ανοικτό και το ενδεχόμενο της ληστείας. Η αστυνομία ενεργοποιείται άμεσα εξαπολύοντας ανθρωποκυνηγητό σε όλη τη γειτονιά του Κολωνού, τους γύρω δρόμους του Μεταξουργείου μέχρι την Ομόνοια, για την ανακάλυψη του δράστη. Οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει μιλούν για τρία άτομα που το ίδιο βράδυ είχαν επισκεφθεί το σπίτι του Ταχτσή. Ο τελευταίος ήταν γύρω στα τριάντα, μελαχρινός με μουστάκι και καλοντυμένος.
Γύρω από αυτόν επικεντρώνονται οι έρευνες. Όμως ο δράστης, αν υποθέσουμε ότι επρόκειτο για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν θα βρεθεί ποτέ. Τα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται στο σπίτι αποδεικνύεται ότι ανήκουν σε συγγενικά ή φιλικά με το θύμα πρόσωπα, υπεράνω κάθε υποψίας. Έτσι, η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή αρχειοθετείται έκτοτε ανάμεσα στις μερικές δεκάδες ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες που κατά καιρούς απασχολούν την Ασφάλεια. Ωστόσο, η οικογένεια του ασυμβίβαστου συγγραφέα έχει διαφορετική γνώμη. Η ανιψιά του Έλλη μού εξηγεί ότι η μητέρα της βρήκε ανοιχτά τα φώτα της εισόδου στο σπίτι στον Κολωνό, ένδειξη ότι ο Ταχτσής περίμενε κάποιον φίλο, καθώς στο σπίτι του δεν δεχόταν εραστές. Η στενή του φίλη Νένη Σταμάτη, με την οποία είχε στις εννέα ραντεβού, του τηλεφώνησε στο σπίτι και δεν τον βρήκε ποτέ. Το γεγονός τής προκάλεσε έκπληξη, δεδομένου ότι ο Ταχτσής δεν υπήρξε ποτέ του ασυνεπής. Εξίσου ανεξήγητο ήταν το ότι στο σπίτι του δεν βρέθηκαν οι δακτυλογραφημένες σελίδες της υπό έκδοση αυτοβιογραφίας του, αποσπάσματα της οποίας ο συγγραφέας είχε διαβάσει τόσο στην κυρία Σταμάτη όσο και στην εκδότρια του Εξάντα, Μάγδα Κοτζιά. Ο Ταχτσής ουδέποτε χάιδεψε τα αφτιά κανενός, εχθρού ή φίλου. Και στο βιβλίο του φωτογραφίζονταν πρόσωπα της ανώτερης κοινωνίας με όχι και τόσο κολακευτικό τρόπο.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008
«Ας μη με είχες πετάξει…»
«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν’ αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας «θρύλος», κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της «καλής» κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων», γράφει ο Γιάννης Βασιλάκος στο βιβλίο του για τον Ταχτσή «Η αθέατη πλευρά της σελήνης», από τις Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας «χτυπούσε» στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: «Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω» (…). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του «Το τρίτο στεφάνι». Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας…».
Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του… Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό… Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι’ αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ’ τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό…».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν’ ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και… καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν’ αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.
Σταυρούλα Παπασπύρου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008
Ποιoς δολοφόνησε τον Κώστα Ταχτσή; –
Ο τελευταίος πελάτης
Την υπόθεση της δολοφονίας του Κώστα Ταχτσή (10 Οκτωβρίου 1927 – 25 Αυγούστου 1988), ξαναθυμίζει είκοσι χρόνια μετά ο Κώστας Τσαρούχας. Προσωπικός φίλος του δημιουργού του «Τρίτου στεφανιού», ο δημοσιογράφος προσπαθεί στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα» («Αλήθεια») να απαντήσει σε τρία ερωτήματα. Τα διαβάζουμε στον υπότιτλο: «Ποιος, πώς και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή».
Το βιβλίο είναι προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και προσκομίζει νέα στοιχεία, όπως την αλληλογραφία του Κώστα Ταχτσή με τον ξάδελφό του Γιώργο Αλβανόπουλο -κρίκο στην αλυσίδα της δολοφονίας- την ιατροδικαστική έκθεση, τις εκθέσεις αυτοψίας και νεκροψίας-νεκροτομίας, τον κατάλογο μαρτύρων. Η έκδοση συμπληρώνεται με σύντομη ιστορία της ομοφυλοφιλίας και χρονικό των σεξουαλικών εγκλημάτων με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο, όπως καταγράφηκαν στο αστυνομικό δελτίο: από τη δολοφονία του εφοπλιστή Ζαννή Σιφναίου, τον Ιανουάριο του 1978, μέχρι αυτή του ηθοποιού Νίκου Σεργιανόπουλου, τον Ιούνιο του 2008.
«Δεν είμαι αστυνομία»
Μετά το πέρας της κηδείας του Κώστα Ταχτσή, ο Κώστας Τσαρούχας έμεινε τελευταίος: «Πέταξα ένα γαρίφαλο στον τάφο του και του ‘πα: «Γεια Κώστα! Γιατί ρε Κώστα;»», θυμάται. Από εκείνη τη στιγμή υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα αποκαταστήσει τη μνήμη του αγαπημένου του φίλου. Μίλησε με ανθρώπους του περιβάλλοντός του και έκανε εκτενή έρευνα σε φακέλους, έγγραφα, εκθέσεις και αρχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού. Γι’ αυτό ζητάει το βιβλίο του να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνον ως δημοσιογραφική έρευνα: «Δεν είμαι Αστυνομία. Οι Αρχές έχουν τον λόγο. Δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να συλλαμβάνει, αλλά να δίνει στοιχεία», εξηγεί.
Χωρίς να δίνει το όνομα του δολοφόνου του Κώστα Ταχτσή, ο Κώστας Τσαρούχας φτάνει σ’ ένα συμπέρασμα: «Τον μεγάλο Ελληνα συγγραφέα, τον άνθρωπο με τα τόσα χαρίσματα και τις εξαιρετικά παρακινδυνευμένες επιλογές σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που είχε επιλέξει, τον σκότωσε ο τελευταίος πελάτης του, στο διαμέρισμα της οδού Τυρνάβου. Τον στραγγάλισε όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με μία γυναίκα, αλλά με άντρα».
Ακολούθως, ο Κώστας Τσαρούχας περιγράφει τα σύνεργα μεταμόρφωσης που χρησιμοποιούσε ο Κώστας Ταχτσής για να αλιεύει πελάτες ως τραβεστί: «Είχε μια ειδική ζώνη στο χρώμα του σώματος, με την οποία έκρυβε τα γεννητικά του όργανα. Είχε κάνει πλήρη αφαίρεση των τριχών. Είχε προβεί σε ειδική εγχείρηση στήθους στο Μιλάνο. Με ειδική κολλητική ταινία τραβούσε προς τα πάνω το πρόσωπό του, προτού βάλει περούκα. Χρησιμοποιούσε μια δική του τεχνική στον έρωτα, που κατάφερνε να ξεγελάει τους πελάτες και να τους μένει η εντύπωση ότι έχουν πάει με γυναίκα».
«Πολλές φορές ζήτησε τη βοήθειά μου», συνεχίζει. «Τον είχα συνοδεύσει καταματωμένο στο νοσοκομείο, όταν τον έδερνε ο «Αλόμας» και άλλοι τραβεστί, γιατί τους έκλεβε τη δουλειά. Του είχα πει: «Κώστα, πρόσεχε! Αν κάποιος αντιληφθεί ότι δεν έχει να κάνει με γυναίκα, αλλά με άντρα, θα σε σκοτώσει. Και αυτός αντιδρούσε, λέγοντάς μου: «Μη φοβάσαι, ανήσυχε ρεπόρτερ, κανείς δεν πρόκειται να το καταλάβει»».
Τι συνέβη, όμως, εκείνη τη νύχτα; Παραθέτουμε την εκτίμηση του δημοσιογράφου, όπως βγαίνει μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε: «Εκείνο το βράδυ πήρε τρεις πελάτες, τους οποίους δεν πήγε στο ξενοδοχείο «Εστία», αλλά στο σπίτι του, της οδού Τυρνάβου στον Κολωνό. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν τύφλα στο μεθύσι. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το αίμα και τα ούρα παρουσίαζαν υψηλή συγκέντρωση οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί άθυρμα στις διαθέσεις του πελάτη του. Κάποια στιγμή, που ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι έχει μπροστά του έναν άντρα, τον έπνιξε».
Το κλεμμένο βίντεο
Ο δολοφόνος μετά τον φόνο έκλεψε ένα μήχανημα βίντεο. Ο ξάδελφος του Κώστα Ταχτσή, ο αρχιτέκτονας Γιώργος Αλβανόπουλος, έδωσε τον κωδικό αριθμό του μηχανήματος στην Αστυνομία. «Η Αστυνομία», εκτιμά ο Κώστας Τσαρούχας, «αντί να κρατήσει μυστικό τον κωδικό, τον έδωσε στη δημοσιότητα, για να δείξει ότι έκανε κάτι. Σε μια εποχή που τα σύνορα ακόμη δεν είχαν ανοίξει, με οδηγό το στοιχείο αυτό η έρευνα των αστυνομικών γινόταν πιο βατή, στοχευμένη και πιο εύκολη».
Η συνομιλία μας με τον Κώστα Τσαρούχα τελειώνει μ’ ένα συναισθηματικό του ξέσπασμα: «Λάτρευα το μυαλό του, τη σκέψη του και το γράψιμό του. Θεωρώ ότι το «Τρίτο στεφάνι» είναι το μεγαλύτερο δημιούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Βασίλης Κ. Καλαμάρας, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008
Ζωή στα άκρα
Τι θέση θα έπαιρνε άραγε ο Κώστας Ταχτσής στο θέμα του γάμου μεταξύ ομοφύλων; Ο ίδιος συστηνόταν ως αντιφρονών, αντιρρησίας, μοναχοπερπατητής. Κι όχι μόνο αρνιόταν να γίνει μέλος οποιασδήποτε οργανωμένης ομάδας, αλλά κι οι καβγάδες του τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με απελευθερωτικές κινήσεις που προσπαθούσαν να βγάλουν από το περιθώριο την ομοφυλοφιλία ήταν ομηρικοί.
Και οι τρεις βρήκαν βίαιο θάνατο. Ο Παζολίνι υπέστη άγριο ξυλοδαρμό, ο Ταχτσής βρέθηκε σπίτι του στραγγαλισμένος και ο Σεργιανόπουλος έφερε πάνω του 21 μαχαιριές.
«Η ομοφυλοφιλία», έλεγε το 1983 σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Λέξη», «είναι και θα είναι πάντα περιθωριακή, γιατί περιθωριακή είναι και η ομοφυλόφιλη τάση στον άνθρωπο -άσχετα αν μερικοί καθηλώνονται αποκλειστικά σ’ αυτήν. Πώς να το κάνουμε, η ανθρωπότητα αποτελείται από άντρες και γυναίκες. Υπάρχει πάντα ένα περίσσευμα σεξουαλικότητας, ιδίως στους έφηβους και τους νέους, που εκτονώνεται με πολλούς τρόπους -τον αυνανισμό, την ομοφυλοφιλία, την τέχνη, το όνειρο. Μ’ αυτά όμως, κακά τα ψέματα, δεν μπορείς να κάνεις παιδιά. Είναι της παρηγοριάς…»
Ιδιόχειρο σχόλιο του συγγραφέα για την Εκάβη
Είκοσι χρόνια χωρίς τον Ταχτσή
Ο συγγραφέας που σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία με το «Τρίτο στεφάνι», ο «αλητάκος», όπως παρουσίαζε τον εαυτό του, που πληρωνόταν τη μέρα για τα γραπτά του και τις νύχτες για το σώμα του ως αρσενική πόρνη που ήταν, αν ζούσε σήμερα θα είχε ξεπεράσει τα 80, κι ίσως να εξέφραζε με ψυχραιμία την όποια στάση του απέναντι στην πολιτική πρωτοβουλία του δημάρχου της Τήλου. Εικασίες…
Τον Αύγουστο που μας έρχεται, συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τη μέρα που βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό. Οχι δαρμένος άγρια και λιωμένος κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου όπως ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, όχι σκοτωμένος με σφυριές στο κεφάλι όπως ο βρετανός θεατρικός συγγραφέας Τζο Ορτον, ούτε σφαγμένος με απανωτές μαχαιριές όπως ο Νίκος Σεργιανόπουλος. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έρευνα, ο θάνατος του Ταχτσή οφειλόταν σε στραγγαλισμό. Κι ενώ πέρασε στα χρονικά ως ανεξιχνίαστο έγκλημα, κάποιοι μίλησαν γι’ ατύχημα κι άλλοι ακόμα και για αυτοκτονία, σκηνοθετημένη από τον ίδιο ως δολοφονία!
Στο τελευταίο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, τους «Νεοέλληνες» («Μεταίχμιο»), στο πορτρέτο που αναλογεί στον Ταχτσή, υπάρχει η μαρτυρία της φίλης του συγγραφέα, της τραβεστί Πάολα, προέδρου για ένα φεγγάρι του Σωματείου Αλληλεγγύης Τρανσέξουαλ Ελλάδας. Η τελευταία ήταν πεπεισμένη πως επρόκειτο για ατύχημα την ώρα της σεξουαλικής πράξης: «Ο Κώστας, έτσι που ήταν και παθιάρης, μπορεί να είχε πιει και κάνα μπουκάλι ούζο, ίσως να είχε πάρει και τίποτε άλλο, ίσως να πνίγηκε από αναρρόφηση… Δεν θα έβαζε ποτέ έναν άγνωστο σπίτι του. Τους ξένους τους ξεπετούσε στον δρόμο… Βέβαια, ο μύθος της δολοφονίας βόλευε τους πάντες… Είχε και ηθικό δίδαγμα για τους οικογενειάρχες: τέτοια ζωή που έκανε, καλά να πάθει. Τι ζωή έκανε, δηλαδή; Αυτή που δεν κάνουν οι υποκριτές. Τι έπρεπε; Να πεθάνει στα εβδομήντα του με καρκίνους και σωληνάκια; Ηταν ζωντανός άνθρωπος, είχε πάθη».
Η εκδοχή που έδωσε στον Τατσόπουλο ο Θανάσης Νιάρχος, επιμελητής των καταλοίπων του συγγραφέα, ήταν διαφορετική. Οπως λέει, του είχε εξομολογηθεί ο Ταχτσής σε ανύποπτο χρόνο ότι οι πελάτες του δεν ήταν μόνο άνθρωποι του περιθωρίου, ήταν και οικογενειάρχες από την επαρχία:
«Ερχονταν στην Αθήνα για 24 ώρες, ψώνιζαν μια τραβεστί, την έβαζαν να τους πηδήξει και γυρνούσαν ήσυχοι-ήσυχοι στο σπιτάκι τους. Ενας απ’ αυτούς τους «φιλήσυχους» πιστεύω ότι τον δολοφόνησε… Στη μυθολογία του Ταχτσή, με όλη της την παιδική αθωότητα, ποιος θάνατος θα ταίριαζε περισσότερο; Ο Κώστας ξύπναγε κάθε πρωί κι έστηνε τη μέρα του σαν θέαμα. Σε αυτό το θέαμα περιλαμβανόταν και η νυχτερινή του έξοδος. Το πέρασμά του από την πιάτσα. Τον μεθούσε η ιδέα. Πιο πολύ κι από το πιοτό».
Η ακτιβίστρια της Ομοφυλοφιλικής Λεσβιακής Κοινότητας Ελλάδας, Ευαγγελία Βλάμη, την επομένη του γάμου της, που έτυχε να συμπέσει χρονικά με τη δολοφονία του Νίκου Σεργιανόπουλου, κατήγγειλε δημόσια ως ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος όσους ασκούν τρομοκρατία απέναντι σε ομοφυλόφιλους. Είναι κι αυτό μια άποψη, απολύτως σεβαστή. Αν δώσουμε, όμως, βάση σ’ όσα είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά με την ιδιωτική ζωή του δημοφιλούς ηθοΓιατίποιού, δεν αποκλείεται η τραγική του κατάληξη να οφείλεται και σ’ έναν παρακινδυνευμένο τρόπο ζωής που ο ίδιος είχε συνειδητά επιλέξει.
Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι αστυνομικές έρευνες για τον εντοπισμό του δράστη ήταν άκαρπες, αλλά οι περιοχές όπου διενεργούνταν ήταν «στέκια» όπως το Ζάππειο, το Πεδίον του Αρεως, η πλατεία Κουμουνδούρου… Εκεί όπου το ρίσκο και η ηδονή πάνε μαζί.
Σταυρούλα Παπασπύρου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008
Από την τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο»
Διά στόματος Ταχτσή
Περί ελευθερίας
«…Ετσι, κατέληξα και στον έρωτα ό,τι και σ’ όλα τα άλλα, δηλαδή να είμαι κάτι και συγχρόνως να μην είμαι. Να είμαι κι εδώ κι εκεί και παντού… Φαντάζομαι ότι αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που με πιάνει ασφυξία ακόμα και στην ιδέα ότι μπορεί ν’ ανήκω επίσημα και τελεσίδικα σε μια οποιαδήποτε κλειστή ομάδα ή οργάνωση, κι αυτός είναι πάλι εν μέρει, ο λόγος που δεν πολυπιστεύω στην αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε αγώνα μέσα από οργανώσεις. Πιστεύω ότι την αληθινή ελευθερία -κατ’ αντιδιαστολή προς τις πρακτικές ελευθερίες της καθημερινής ζωής- την κατακτάει κανείς μόνος του».
«Μια συνέντευξη» από το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Αθήνα»
Και του λιμανιού και του σαλονιού
«…οι ανορθόδοξες ερωτικές μου συνήθειες, που είναι εξ’ ορισμού αταξικές, μ’ έμαθαν να μην κάνω κοινωνικές διακρίσεις. Εδώ πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν κατάφερα να ταυτιστώ με μια τάξη, ούτε με τους αστούς, ούτε με το λαό. Πάντα αισθανόμουν ότι ήμουν έξω, κάτι αλλιώτικο. Ούτε στο λούμπεν προλεταριάτο ανήκα ποτέ, ούτε στη μεγάλη κοινωνία, ούτε πουθενά. Τους έβλεπα όλους λίγο απέξω, λίγο αντικειμενικά, δηλ. μπορούσα τη μια στιγμή να είμαι με εργάτες και να φερθώ ανάλογα και την άλλη στο σαλόνι της κυρίας τάδε και να φερθώ επίσης ανάλογα. Μ’ όλους έκανα λίγο θέατρο».
«Διαβάζω», Μάιος-Οκτώβριος 1986
Αναλύοντας «Το τρίτο στεφάνι»
«Ο θρήνος ταιριάζει στις γυναίκες κι αυτό με βόλευε. Oπως όλες τις «πατρίδες», έτσι και την Ελλάδα τη φανταζόμαστε και την παριστάνουμε, παραδόξως, σαν γυναίκα. Μια γυναίκα, λοιπόν, ταυτίζεται πολύ εύκολα με την ίδια την Ελλάδα. Ετσι, όταν διαμαρτύρεται και κλαίει η ηρωίδα, διαμαρτύρεται και κλαίει η Ελλάδα. Κι εγώ ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω -να βάλω την Ελλάδα να κλάψει, να κλάψω την Ελλάδα, να κλάψω με την Ελλάδα. Αλλ’ από την άλλη μεριά δεν ήθελα και να περιοριστώ στο κλάμα. Ηθελα να τελειώσω με μια νότα αισιοδοξίας και κατάφασης, που κι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό των Ελλήνων σαν φυλής κι επί πλέον αισθητικά απαραίτητο. Αλλιώς το «Τρίτο στεφάνι», ήδη αρκετά καταθλιπτικό, θα γινόταν μια θηλιά γύρω απ’ το λαιμό του αναγνώστη».
Συνέντευξη στον Γ.Κ.Πηλιχό, περιοδικό «Ταχυδρόμος»