Η μυθιστορηματική ζωή του Πέτρου Διάπουλα, δηλαδή του «Pete the Greek» της μαφίας στη Νέα Υόρκη – Η φυλάκιση, το βιβλίο, η οικογένεια, το κρυφτό από τις φαμίλιες και η μία και μοναδική συνέντευξη στους «New York Times» το 1975
Ο Πέτρος Διάπουλας είναι ένα φάντασμα, η σκιά του οποίου υπάρχει διάχυτη σε πολλές ιστορίες της μαφίας στη Νέα Υόρκη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, όταν κυκλοφορούσε δίπλα στον Τζόι Γκάλο ως σωματοφύλακάς του. Το βράδυ της 7ης Απριλίου του 1972 ο «Pete the Greek», όπως τον ήξεραν όλοι, έμελλε να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Φρανκ Σίραν, τον αληθινό «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Το γλέντι για τα γενέθλια του αφεντικού του είχε ξεκινήσει στο «Copacabana» και συνεχίστηκε μέχρι τα ξημερώματα στο «Umberto’s Clam House» στη Μικρή Ιταλία. Εκεί γράφτηκε το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του Τζόι Γκάλο και το ύστατο επεισόδιο στη μαφιόζικη διαδρομή του Πέτρου Διάπουλα, ο οποίος τραυματίστηκε στη συμπλοκή. Η σύλληψή του για παράνομη οπλοκατοχή ήταν η αρχή της πλήρους μεταστροφής για τον Ελληνα γκάνγκστερ, ο οποίος άφησε πίσω του τον κόσμο του εγκλήματος και εισήλθε σε αυτόν του προστατευόμενου μάρτυρα.
Εδωσε συνέντευξη για τις εμπειρίες του τον Ιούλιο του 1975 στους «New York Times» και έγραψε ένα βιβλίο για την υπόθεση του Γκάλο με τίτλο «Η έκτη οικογένεια». Τα ίχνη του θα χαθούν μετά το 1977, όταν δημοσιεύτηκε μέρος της κατάθεσης που έδωσε στη δίκη του Νικ Μπιάνκο, αφού πλέον ήταν μάρτυρας υπό καθεστώς προστασίας. Εκτοτε τίποτε δεν ακούστηκε για τον «Pete the Greek», που προφανώς κυκλοφορούσε με άλλη ταυτότητα σε κάποια πόλη των ΗΠΑ μετά από μια διαδρομή που του χάρισε μια θέση στον κόσμο της Κόζα Νόστρα.
Ο Πέτρος Διάπουλας σε μία από τις σπάνιες φωτογραφίες του
Οι κολλητοί
Πολλά πράγματα δεν είναι γνωστά για τον Πέτρο Διάπουλα.
Η ημερομηνία γέννησης -πέρα από το έτος- και θανάτου δεν έχει δημοσιοποιηθεί, ενώ ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία. Το πιο σημαντικό -εκτός από το ότι γεννήθηκε το 1932 και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν από Ελληνες γονείς- είναι ότι από μικρό παιδί έγινε κολλητός φίλος με έναν Ιταλό, τον Τζόι Γκάλο. Πήγαιναν στο ίδιο δημόσιο σχολείο, ενώ συναντιόντουσαν κάθε Σαββατοκύριακο για βόλτες στο πάρκο και παιχνίδια με άλλους φίλους. Ηταν μια όμορφη μέρα και οι δύο φίλοι έκαναν ιππασία στο πάρκο Πρόσπεκτ, αλλά ο Γκάλο αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα.
«Το άλογό του δεν πήγαινε στην κατεύθυνση που ήθελε, οπότε ο Τζόι κατέβηκε, προχώρησε, στάθηκε μπροστά του και του έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο», θα αφηγηθεί. Ο Διάπουλας περιέγραψε τον Γκάλο ως μια εκρηκτική προσωπικότητα σε εκείνη τη συνέντευξη, η οποία ολοκληρώθηκε σε δύο μέρη, με το δεύτερο να διαρκεί τρεις ημέρες. Ηταν πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του, φοβούμενος ότι ήταν στο στόχαστρο μετά την αποχώρησή του από τη φαμίλια των Γκάλο, η οποία δεν θύμιζε -κατά τον ίδιο- τίποτε από τις ημέρες και τα έργα του Τζόι, του μαφιόζου που μπήκε σφήνα στις πέντε οικογένειες που είχαν μοιράσει και διαφέντευαν τη Νέα Υόρκη, μεταξύ των οποίων αυτές των Λουκέζε, των Γκαμπίνο, των Τζενοβέζε, των Μπονάνο και Κολόμπο. Ο Τζόι, «Ο τρελός Γκάλο», θα άνοιγε χοντρούς λογαριασμούς με τους τελευταίους, όταν μπήκε στον χορό μαζί με τα αδέλφια του από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, διεκδικώντας λεφτά, εξουσία και σεβασμό. Ο κύκλος του αίματος θα άνοιγε με μια δολοφονία που έγραψε Ιστορία.
Ο Διάπουλας άρχισε να ακούει για τα κατορθώματα του κολλητού του όταν ο τελευταίος εισήλθε στην οικογένεια Προφάτσι, από την οποία «γεννήθηκαν» οι Κολόμπο. Ηταν ο προσωπικός εκτελεστής όποιου ήθελε νεκρό ο Τζο Προφάτσι, αλλά ταυτόχρονα έτρεχε λέσχες με μπαρμπούτι, πόκερ, στοιχήματα και άλλα τυχερά παιχνίδια.
Εμενε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Πρέζιντεντ στο Μπρούκλιν, απ’ όπου διοικούσε έναν μικρό στρατό, ενώ στο υπόγειο φύλαγε ένα λιοντάρι το οποίο είχε από κουτάβι. Οταν ο Προφάτσι του ζήτησε, το 1957, να εκτελέσει τον νονό Αλμπερτ Αναστάζια, ο Γκάλο πίστεψε ότι αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία του να ανέβει.
Μαζί με τον Καρμάιν Περσίκο μπήκαν το πρωί της 25ης Οκτωβρίου στο κουρείο που λειτουργούσε μέσα στο ξενοδοχείο «Sheraton» στο Μανχάταν λίγα λεπτά μετά τον Αναστάζια. Είχαν αμφότεροι καλυμμένα τα πρόσωπά τους με φουλάρια, παραμέρισαν τον κουρέα και γάζωσαν τον νονό πάνω στην καρέκλα όπου είχε κάτσει περιμένοντας χαλαρός να κουρευτεί και να ξυριστεί. Εφυγαν ανενόχλητοι και τα νέα δεν άργησαν να γίνουν γνωστά στη Νέα Υόρκη και στο Μπρούκλιν, όπου ο Διάπουλας μεγάλωνε κάνοντας διάφορες δουλειές, όλες νόμιμες. Εναν χρόνο μετά, σε μια συνάντηση με τον κολλητό του, αποφασίζει να τον ακολουθήσει στους δρόμους της παρανομίας, όπου τα λεφτά είναι απείρως πιο πολλά και, το σημαντικότερο, έρχονται πιο γρήγορα.
Με ύψος 1,80 εκατοστά και σωματική διάπλαση που παραπέμπει σε μποξέρ, θα γίνει σχεδόν αμέσως γνωστός με το παρατσούκλι «Pete the Greek» ως η σκιά του Τζόι Γκάλο. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν κυκλοφορεί πάντα οπλισμένος δίπλα στο αφεντικό του και «καθαρίζει» διάφορες καταστάσεις, άλλοτε με τα λόγια και άλλοτε με τη βία. Ο Διάπουλας ήταν πλέον μια γνωστή και αρκετά σημαίνουσα φιγούρα στον κύκλο της μαφίας ως το δεξί χέρι του Γκάλο, αυτός που θα έτρωγε ακόμη και σφαίρα για χάρη του προκειμένου να τον γλιτώσει. Την έφαγε, αλλά η μοίρα του αφεντικού του σφραγίστηκε αμετάκλητα την ημέρα που γιόρταζε τα 43α γενέθλιά του σε ένα ιταλικό εστιατόριο του Μανχάταν.
.
Το εστιατόριο «Umberto’s Clam House» όπου εκτελέστηκε ο Τζόι Γκάλο και τραυματίστηκε o «Pete the Greek»
Αντιμέτωπος με τον «Ιρλανδό»
Τον Απρίλιο του 1972, στις 7 του μήνα για την ακρίβεια, ο Τζόι Γκάλο είχε καλή διάθεση αφού είχε τα γενέθλιά του και από το πρωί δεχόταν ευχές και δώρα. Μετρούσε ήδη έναν χρόνο έξω από τη φυλακή, όπου εξέτισε ποινή δέκα ετών όταν συνελήφθη για εκβιασμό ενός μαγαζάτορα, ενώ είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με την οικογένεια Κολόμπο, η οποία είχε πάρει τα ηνία μετά τον θάνατο του Προφάτσι.
Θεώρησε προσβολή τα 1.000 δολάρια που του έδωσαν ο Τζόζεφ Κολόμπο και ο Τζόζεφ Γιακοβέλι όταν αποφυλακίστηκε και παρά το γεγονός ότι υπήρχε ειρήνη, ζήτησε 100.000 δολάρια για να είναι ικανοποιημένος και ήρεμος.
Η απαίτησή του έκανε έξαλλους τους επικεφαλής των πέντε οικογενειών, που αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να βγει από τη μέση ο «τρελός» Τζόι, χωρίς όμως να βιαστούν.
Προτού γίνει αυτό, ο Τζόζεφ Κολόμπο, που τον είχε προσβάλει, πυροβολήθηκε τον Ιούνιο του 1971 στο κεφάλι από έναν μαύρο, τον Τζερόμ Τζόνσον, ο οποίος σκοτώθηκε την ίδια στιγμή από τους σωματοφύλακες του νονού.
Ο τελευταίος δεν πέθανε, αλλά παρέμεινε σε κώμα μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο Γκάλο, παρότι ανακρίθηκε από την Αστυνομία, δήλωσε άγνοια για την επίθεση. Αυτό που δεν γνώριζε ήταν ότι οι πέντε αρχηγοί της νεοϋορκέζικης μαφίας φέρεται να έμαθαν ότι γνώριζε τον Τζόνσον από δουλειές που είχαν κάνει μαζί στο παρελθόν. Ετσι, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ της 7ης Απριλίου ο Γκάλο θα το γιόρταζε μέχρι το πρωί, προσπάθησαν να μάθουν το πρόγραμμά του έχοντας αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να τελειώνουν μαζί του. Το χτύπημα έλαβε χώρα γύρω στις 4.30 τα ξημερώματα, όταν η παρέα του εορτάζοντος αφίχθη στο «Umberto’s Clam House», γνωστό ιταλικό εστιατόριο στο Μανχάταν. Τους εντόπισε ο Τζόζεφ Λουπαρέλι, συνεργάτης του Κολόμπο, που έσπευσε να ειδοποιήσει την ηγεσία, η οποία έστειλε μια ομάδα τεσσάρων εκτελεστών για να κάνουν τη «δουλειά», ανάμεσά τους και τον Φρανκ Σίραν, τον περίφημο πλέον κινηματογραφικό «Ιρλανδό».
Γκάλο και «Pete the Greek» είχαν κάτσει με την πλάτη στον τοίχο, αλλά δεν πρόλαβαν να κάνουν και πολλά όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την τετράδα που άνοιξε πυρ κατά βούληση. Πέταξαν ένα τραπέζι για να καλυφθούν και άρχισαν να πυροβολούν κι αυτοί, ενώ ο Γκάλο προσπάθησε να διαφύγει αφήνοντας πίσω του τον Ελληνα σωματοφύλακά του να τον καλύπτει. Μέσα σε ουρλιαχτά και κραυγές τρόμου, ο Διάπουλας δέχεται μια σφαίρα στον γοφό του και σωριάζεται αιμόφυρτος, ενώ ο Γκάλο τρώει μια σφαίρα στην καρωτίδα και σπάει το τζάμι του μαγαζιού, προτού σωριαστεί στο πεζοδρόμιο. Ο Σίραν, όπως είπε χρόνια αργότερα, βγαίνει και του ρίχνει δύο χαριστικές βολές στο κεφάλι, πριν μπει στο αυτοκίνητο που περίμενε αυτόν και τους άλλους τρεις. Κουτσαίνοντας, ο «Pete the Greek» θα βγει έξω και θα αδειάσει τον γεμιστήρα του στο αυτοκίνητο που φεύγει προτού αντικρίσει τον κολλητό του νεκρό.
Ο Τζόι Γκάλο την ημέρα του γάμου του με τη Σίνα Εσάρι
Η φυλακή και η φυγή
Ο Ελληνας σωματοφύλακας του Γκάλο συνελήφθη επειδή έφερε πάνω του όπλο που δεν είχε δηλωθεί, ενώ το απίστευτο στην περίπτωσή του είναι ότι το ποινικό του μητρώο ήταν λευκό. Οταν αποφυλακίστηκε, διαπίστωσε πολύ γρήγορα ότι ο αδελφός του κολλητού του δεν είχε καμία σχέση στον χαρακτήρα με τον μακαρίτη. Είχε ήδη πάρει τα πρώτα μηνύματα όταν διαπίστωσε ότι ο Αλμπερτ Γκάλο δεν φρόντισε την οικογένειά του όσο καιρό ήταν στη φυλακή, κάτι αδιανόητο για τους ηθικούς κανόνες της μαφίας. Η επιστροφή του στους κόλπους της οικογένειας Γκάλο δεν αποδείχθηκε καλή επιλογή, αφού διαπίστωσε ότι ο νέος νονός δεν ήταν άνθρωπος που θα ρίσκαρε.
«Δεν έκανε τίποτε για να εκδικηθεί τον θάνατο του αδελφού του από την οικογένεια Κολόμπο», τόνισε στη μακροσκελή συνέντευξη που παραχώρησε στους «New York Times», λέγοντας χαρακτηριστικά για τα ξεκαθαρίσματα που ακολούθησαν: «Το σκορ είναι 7-0 υπέρ τους».
Η αποχώρηση από τη φαμίλια σηματοδότησε μια καθόλου εύκολη ζωή για τον πρώην σωματοφύλακα του Τζόι Γκάλο, ο οποίος κυκλοφορούσε πλέον έχοντας μάτια και στην πλάτη. Παραμένει άγνωστο πότε ήρθε σε συμφωνία με τις Αρχές ώστε να τεθεί σε καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα και θεωρείται σίγουρο ότι το έκανε περισσότερο για να προστατέψει τα παιδιά του. Εκείνη την περίοδο έγραψε και το βιβλίο «Η έκτη οικογένεια», όπου αποκάλυπτε άγνωστες λεπτομέρειες για τη ζωή του μέσα στην κόλπους της μαφίας και τη νύχτα της δολοφονίας του Τζόι Γκάλο. Αν ζει σήμερα -σε πολλά sites για τη μαφία γράφεται ότι είναι άγνωστη η ημερομηνία του θανάτου του-, θα είναι 87 ετών. Υποθετικά, αν είναι σχετικά καλά στην υγεία του, ίσως έχει δει και τον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε, με την περίφημη σκηνή της εκτέλεσης του Γκάλο από τον Φρανκ Σίραν εκείνο το βράδυ που η ζωή του «Pete the Greek» άλλαξε για πάντα.
Το βιβλίο που έγραψε ο Πίτερ Διάπουλας για την υπόθεση Γκάλο, με τίτλο «Η έκτη οικογένεια»
Σκηνές από την κινηματογραφική εκτέλεση του Τζόι Γκάλο από τον «Ιρλανδό» (Ρόμπερτ Ντε Νίρο)
Κείμενο του δημοσιογράφου Διονύση Θανάσουλα